
Ο Νίκος Καχτίτσης δεν είχε ούτε σπίτι, ούτε περιουσία, ούτε φήμη. Πέθανε από λευχαιμία, άφραγκος, με το σώμα του να θάβεται στην Πάτρα και την καρδιά του να φυλάσσεται για 27 χρόνια σε θυρίδα φίλου στον Καναδά. Όμως είχε κάτι άλλο: έναν δικό του κόσμο, γραμμένο στο χέρι ή τυπωμένο με κόπο, γεμάτο ενοχές, φανταστικές πολιορκίες και εσωτερικές καταρρεύσεις. Και αυτόν τον κόσμο τον υπερασπίστηκε μέχρι τέλους.
Έγραφε για μια φανταστική πόλη, τη Γάνδη, που την πολιορκούν τα πάντα, αλλά δεν πέφτει ποτέ. Ήρωες με παρανοϊκές εμμονές, ύφος που γκρεμίζει τη γραμμική αφήγηση, ειρωνεία που πατάει πάνω σε Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Τζούς. Ένα ύφος που η κριτική το χαρακτήρισε άλλοτε «μη-ύφος» και άλλοτε «λογοτεχνική πτήση με αερόστατο».
Δεν ζητούσε αναγνώριση. Ζητούσε μόνο να κρατήσει ζωντανή μια φλόγα. Το απέδειξε με το να εκδώσει ο ίδιος, μόνος του, όλες σχεδόν τις δουλειές του. Με εκδοτικές επωνυμίες που έφτιαξε ο ίδιος: «Λωτοφάγος», «Anthelion Press». Με χειρόγραφες επιστολές, με τεύχη που τα έδινε μόνο σε φίλους. Δεν πέρασε ποτέ από τους μεγάλους εκδοτικούς. Κι όμως, άφησε πίσω του τον «Εξώστη», τον «Ήρωα της Γάνδη», την «Περιπέτεια ενός βιβλίου» – έργα που σήμερα θεωρούνται σταθμοί.
Οι λέξεις του ήταν συχνά λιγότερο από τους πόνους του. Ένας άνθρωπος τραυματισμένος από τη φτώχεια, την εξορία, τον Εμφύλιο, αλλά με την ικανότητα να γεννά μυθολογίες μέσα από τα συντρίμμια. Η πεζογραφία του δεν είχε ούτε ήρωες ούτε εξιλέωση. Είχε μόνο αδιέξοδα και παραμορφωμένους καθρέφτες. Και όμως, μέσα σε όλα αυτά, έκρυβε μια αλήθεια που δεν έχει παλιώσει.
Ο Νίκος Καχτίτσης έγραψε ελάχιστα. Αλλά από τα ελάχιστα αυτά, δεν έσβησε τίποτα. Και γι' αυτό, σήμερα, όσοι ξαναγυρνούν στο έργο του, νιώθουν πως διαβάζουν κάποιον που έζησε –και πέθανε– για να γράψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα