Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

H είδηση στο πόθεν έσχες του Δ. Τσουκαλά δεν είναι το εκατομμύριο

Η Ελλάδα της κρίσης ζει και αναπνέει για νούμερα. Όσο μεγαλύτερα, τόσο καλύτερα. Η αριθμολαγνεία μοιάζει με το παράπλευρο αποτέλεσμα της φτώχειας ενός λαού που έμαθε απότομα να μετράει και το τελευταίο ευρώ. Οπότε, δεν έχει σημασία τι είναι το ένα εκατομμύριο ευρώ. Σημασία έχει ότι είναι ένα εκατομμύριο ευρώ. Δεν έχει καν σημασία αν είναι μαύρο χρήμα ή, όπως στην περίπτωση του Δημήτρη Τσουκαλά, νομίμως φορολογημένο. Ούτε αν προέρχεται από το δημόσιο ή από πόρους του ιδιωτικού τομέα. Το ποσό μετράει, το ακριβές νούμερο…
Στην περίπτωση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Τσουκαλά δεν υπάρχει –οικονομικά μιλώντας– κανένα σκάνδαλο. Πήρε μια παχυλή αποζημίωση από ένα πρόγραμμα ιδιωτικής ασφάλισης, το οποίο πρόσφερε ως μπόνους σε όλους τους υπαλλήλους της η (ιδιωτική) τράπεζα στην οποία εργαζόταν. Ιδιωτικός υπάλληλος ήταν, ας έπαιρνε και περισσότερα, αν μπορούσε. Δεν ήταν από την τσέπη μας. Κι όμως, παρότι υπάρχουν πολλά ζητήματα, για τα οποία θα μπορούσε κανείς να ψέξει τον πρώην πρόεδρο της ΟΤΟΕ, ουδείς ασχολείται με αυτά. Μόνο το ποσό επαναλαμβάνεται συνεχώς, για να αφήσει εντυπώσεις. Ίσως γιατί αν ξύσει κανείς κάτω από την επιφάνεια, θα πάρει κι άλλους η μπάλα…
Εξηγούμαστε: Το πραγματικό θέμα πίσω από την «είδηση» που προέκυψε μετά τη δημοσιοποίηση του πόθεν έσχες του Δημήτρη Τσουκαλά είναι αυτό το είδος του καριερίστικου εργατοπατερισμού, που αποτελεί το χαϊδεμένο παιδί αυτών ακριβώς που σήμερα κράζουν μονότονα και υποκριτικά «ένα εκατομμύριο! ένα εκατομμύριο!». Ο κυβερνητικός συνδικαλισμός, που άνθησε και υποστηρίχτηκε στις αυλές των κυβερνητικών κομμάτων και του ΣΕΒ, με συμφωνίες πάνω και κάτω από το τραπέζι, για να μπορούν την κρίσιμη στιγμή να περνούν τα μέτρα με μερικές ανακοινώσεις και καμιά τρίωρη στάση εργασίας της ΓΣΕΕ.
Μία από τις «κατακτήσεις» των αγώνων των τραπεζοϋπαλλήλων ήταν, από το 1993, το δικαίωμα των συνδικαλιστών στην «απρόσκοπτη υπηρεσιακή εξέλιξη», ανεξάρτητα από το αν εργάζονταν ή είχαν απαλλαγή καθηκόντων λόγω εκλογής σε συνδικαλιστικά όργανα. Με απλά λόγια, αυτό επιτρέπει στους συνδικαλιστές της ΟΤΟΕ (όσους τουλάχιστον θέλουν να κάνουν χρήση του προνομίου, γιατί δεν είναι όλοι) με την πάροδο των χρόνων να ανεβαίνουν στην ιεραρχία της τράπεζας μέχρι το βαθμό του διευθυντή, δηλαδή την υψηλότερη θέση σε μια τυπική δομή τράπεζας, απολαμβάνοντας τον αντίστοιχο μισθό (έως 15.000 ευρώ το μήνα) και τα παρελκόμενα (ύψος αποζημίωσης, ύψος σύνταξης κ.λπ.).


Ο Δ. Τσουκαλάς, λοιπόν, έχοντας συνδικαλιστική άδεια από τότε που ήταν πρόεδρος των εργαζόμενων της ABNAMROBANK, και αργότερα ως πρόεδρος της ΟΤΟΕ, είχε «απρόσκοπτη εξέλιξη» ως το βαθμό του διευθυντή, φτάνοντας να αμείβεται με το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των (περίπου) 100.000 ευρώ το χρόνο, λίγο πριν βγει στη σύνταξη. Αναλογικά λοιπόν, οι 813.000 της αποζημίωσης είναι ένα λογικό ποσό…
Ο Δ. Τσουκαλάς δεν έκλεψε χρήματα, δεν καταχράστηκε δημόσια περιουσία, δεν άφησε τα χρήματα αδήλωτα. Δεν έκανε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να είναι ένα ενεργό μέλος του εργοδοτικού συνδικαλισμού, που απολάμβανε προνόμια με αντάλλαγμα να λειτουργεί πολλές φορές ως τροχοπέδη στους αγώνες και στις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Τίποτα περισσότερο (μάλλον και καμπόσα λιγότερα) από όσα απολαμβάνει ο σημερινός πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, που επίσης προέρχεται από την ΠΑΣΚΕ του τραπεζικού τομέα.
Προφανώς αυτές οι αμοιβές, η εργασιακή απαλλαγή για συνεχόμενες δεκαετίες, όπως επίσης και οι σχέσεις τους με τους εργοδότες τους, τους απομακρύνουν πολύ από το μέσο εργαζόμενο που –υποτίθεται– ότι έχουν εκλεγεί για να εκπροσωπούν. Πράγματι. Γι’ αυτό, άλλωστε, υπήρξε τόσο εύκολο το πέρασμα στην «αντίπερα όχθη», με πολλούς από τους πρώην συνδικαλιστές της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ να εξελίσσονται (κι άλλη απρόσκοπτη εξέλιξη, εδώ) σε υπουργούς των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Πρόκειται για τον συνδικαλισμό των «κοινωνικών εταίρων» χτες, των συνομιλητών της τρόικας σήμερα. Με αυτή την έννοια, το «έγκλημα» του κ. Τσουκαλά δεν ήταν το ένα εκατομμύριο ευρώ. Το «έγκλημα» των επαγγελματιών συνδικαλιστών της ΟΤΟΕ είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια ανέχονται δίπλα στα δικά τους «προνόμια» να εξελίσσεται ένα εμπόριο ενοικιαζόμενων εργαζόμενων στα call center και τα υποκαταστήματα των τραπεζών, δεν αποκαλύπτουν την πολιτική των τραπεζών για την αφαίμαξη των πολιτών, δεν μιλούν για τις αμαρτίες του τραπεζικού συστήματος, δεν απεργούν καν για την κατάργηση της συλλογικής σύμβασης. Στην καλύτερη εκδοχή, διατηρώντας τα προνόμια του κλάδου τους και μόνο· στη χειρότερη, διατηρώντας απλώς τα δικά τους, προσωπικά προνόμια. Σε κάθε περίπτωση, λερώνοντας την έννοια του ίδιου του συνδικαλισμού ως συλλογικής οργάνωσης των εργαζόμενων για να μπορέσουν να επιβάλουν τη δύναμή τους.
Μπορεί λοιπόν να έχουν απόλυτο δίκιο στην Κουμουνδούρου όταν λένε ότι ξαφνικά το σύστημα θυμάται τα κακώς κείμενα μόνο όσων συνδικαλιστών… αυτομολούν στο ΣΥΡΙΖΑ ή έστω με όποιον τρόπο αντιστέκονται στη λαίλαπα των μνημονίων(να θυμίσουμε τις επιθέσεις στον Ν. Φωτόπουλο της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, τα πρωτοσέλιδα για τον το Θ. Μπαλασόπουλο της ΠΟΕ ΟΤΑ, ή τις αποκαλύψεις για τον Καλφαγιάννη της ΠΟΣΠΕΡΤ – τα παραδείγματα είναι άπειρα), όμως μερικές διαχωριστικές γραμμές είναι κρίσιμες για ένα αριστερό κόμμα που θέλει να υπερασπίζεται το συνδικαλισμό των εργαζόμενων και όχι τους εργατοπατέρες. Που ενδιαφέρεται για τους εργαζόμενους που δίνουν τη μάχη της επιβίωσης και όχι εκείνους που προσφέρουν ως αντάλλαγμα την εργασιακή ειρήνη με όφελος προσωπική ανέλιξη και τις καλύτερες οικονομικές απολαβές. Αυτό με τη γυναίκα του Καίσαρα, καλό θα ήταν να το θυμούνται στην Κουμουνδούρου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα