Κυριακή, 6 Νοεμβρίου 2011
«Στην παρούσα πολιτική συγκυρία, ασφαλώς και υπάρχουν διαφορετικά δεδομένα.
Ωστόσο η συσχέτιση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων είναι
προφανής. Τριάντα τρία χρόνια δεν είναι παρά μια «στιγμή» στις ελληνικές
και ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Διαφοροποιητικά
στοιχεία μεταξύ άλλων, σήμερα είναι η απροκάλυπτη πολιτική ανάμιξη μιας
αγοραίας νεοφιλελεύθερης ηγεσίας της Ε.Ε. σε χώρες της Ευρωζώνης με αποτέλεσμα την πολιτική εκτροπή για την επιβολή κυβερνήσεων, παραβιάζοντας
την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και των δημοκρατικών κανόνων στο βωμό
της επιδίωξης της άρχουσας τάξης που αφορά τη διαμόρφωση σε κάθε χώρα
του «συγκροτήματος» του
νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων.
Πρωτοφανής είναι η απόπειρα δεξιών ηγετών της ΕΕ να εμφανιστούν ως θεματοφύλακες του οράματος της Ενωμένης Ευρώπης. Είναι γνωστό ότι η ευρωπαϊκή δεξιά ήθελε η Ευρώπη να παραμείνει κοινή μόνο αγορά. Ήταν οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης που την οδήγησαν σε ένωση. Η ευρωπαϊκή δεξιά ήταν κατά του κοινού νομίσματος, οι προοδευτικές δυνάμεις ήταν που προώθησαν το κοινό νόμισμα. Και τώρα είναι η ευρωπαϊκή δεξιά που αρνείται να έχει η ένωση κοινή νομισματική, οικονομική και εξωτερική πολιτική. Θέλουν μια ένωση των μονοπωλίων και των αγορών με πρωτοφανείς ανισότητες.
Πρωτοφανής είναι η απόπειρα δεξιών ηγετών της ΕΕ να εμφανιστούν ως θεματοφύλακες του οράματος της Ενωμένης Ευρώπης. Είναι γνωστό ότι η ευρωπαϊκή δεξιά ήθελε η Ευρώπη να παραμείνει κοινή μόνο αγορά. Ήταν οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης που την οδήγησαν σε ένωση. Η ευρωπαϊκή δεξιά ήταν κατά του κοινού νομίσματος, οι προοδευτικές δυνάμεις ήταν που προώθησαν το κοινό νόμισμα. Και τώρα είναι η ευρωπαϊκή δεξιά που αρνείται να έχει η ένωση κοινή νομισματική, οικονομική και εξωτερική πολιτική. Θέλουν μια ένωση των μονοπωλίων και των αγορών με πρωτοφανείς ανισότητες.
Ο
θίασος αυτός και η πολιτική αυτή θα ηττηθεί. Ο Σαρκοζύ και η Μέρκελ θα
αποτελέσουν ένα ζοφερό παρελθόν για την πορεία της Ευρώπης. Η ΕΕ δεν είναι του Σαρκοζύ, της Μέρκελ
και του Όλι Ρεν. Οι σοσιαλιστές και οι ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις
θα το αποδείξουν αυτό, μαζί με τους λαούς της Ευρώπης.
Όλα
αυτά όμως δεν θα τα επιχειρούσαν, παραβιάζοντας βασικούς πυλώνες όπως η
πολιτική ισοτιμία και αλληλεγγύη των χωρών, αν δεν είχαν ομάδες
συνεργατών νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελευθερων στην Αθήνα, με
ελεγχόμενους βουλευτές από τη διαπλοκή του παρασιτικού κεφαλαίου, της
φοροδιαφυγής και της κλεπτοκρατίας που καταλύουν κάθε έννοια της
πολιτικής αυτονομίας. Ωστόσο, ο ελληνικός λαός θα απομονώσει και θα οδηγήσει στην ήττα αυτή την πολιτική του νεοσυντηρητισμού και της φτωχοποίησης με διλήμματα χωρίς αντίκρισμα περί αποβολής της χώρας από την Ευρωζώνη. Για μια ακόμη φορά η άρχουσα τάξη επιχειρεί
να παρουσιάσει τα δικά της συμφέροντα ως συμφέροντα της χώρας. Το ίδιο
συμβαίνει τόσο σε ευρωπαϊκές όσο και σε άλλες χώρες εκτός Ε.Ε..»
Ακολουθεί το κείμενο όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» Σεπτέμβριος, 1978.
Η κρίση της Ιδεολογίας
«Η κυρίαρχη ιδεολογία είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης»
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ
Η
κρίση της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης και της δεξιάς διακυβέρνησης
της χώρας βρίσκεται στην επικαιρότητα μετά την μεταπολίτευση.
Το
βαθύ ρήγμα που προκάλεσε στους κόλπους της άρχουσας τάξης η κατάρρευση
της χούντας και το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στις ώρες της
επιστράτευσης του Λαού μας, μέχρι την υλοποίηση της πολιτικής της
γέφυρας –η πολιτική του Αβέρωφ προκειμένου να επιτύχει τον ομαλό συγκερασμό της ακροδεξιάς και της δεξιάς μετά την πτώση της Χούντας-, σημάδεψε και σημαδεύει όλη τη μέχρι τώρα μεταδικτατορική περίοδο.
Η
κρίση των μορφών διακυβέρνησης από την άρχουσα τάξη (δικτατορία ή
κοινοβουλευτισμός) δημιούργησε την ανάγκη στη δεξιά για να αναζητήσει
νέα ιδεολογικά ερείσματα στο λαό, για την ανασύνταξη της.
Η
δεξιά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί
τεχνάσματα πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα για να δημιουργήσει μια
νέα συνοχή οικοδομήματος της μεγαλοαστικής τάξης, μετά την δικτατορία.
Και
γίνεται αντιληπτή αυτή η προσπάθεια τόσο από την συνάρτηση και
σπασμωδική συμπεριφορά της δεξιάς, όσο και από τις αντιφάσεις της στη
δημόσια ζωή της χώρας.
Η
κρίση της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης και η αναζήτηση προσανατολισμών
που να πείθουν τον Λαό, είναι ένα από τα ζητήματα που απασχολούν την
δεξιά. Είναι αναγκαίο όμως να τονίσουμε ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε
για κρίση της ιδεολογικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης και της Δεξιάς.
Δηλαδή η κρίση της ιδεολογίας μιας τάξης και η κρίση της ιδεολογικής
κυριαρχίας της, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Γιατί: Κρίση της
ιδεολογικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης από τη μία σημαίνει, ότι η
άρχουσα τάξη δεν έχει πια την ικανότητα: 1. Να επιβάλει τα γενικά
πολιτικά της συμφέροντα σα συμφέροντα όλης της κοινωνίας, δηλαδή να
παρουσιάσει σαν κοινό συμφέρον όλης της κοινωνίας, το δικό της συμφέρον.
2. Να εξασφαλίσει τη θέληση ή την αποδοχή του λαού για τους πολιτικούς προσανατολισμούς της.
Παράλληλα
σημαίνει ότι ο μέχρι τώρα ιδεολογικά κυριαρχούμενος λαός κατάλαβε: α)
Ότι τα δικά του συμφέροντα είναι θεμελιακά αντίθετα από τα συμφέροντα
της άρχουσας τάξης και β) Κατανόησε, συνειδητοποίησε την ανάγκη για
ριζική αλλαγή της κατάστασης και αναζητεί νέο εκφραστή των συμφερόντων
της κοινωνίας και αντικαταστάτη του μέχρι τώρα εκφραστή, που είναι η
μεγαλοαστική τάξη, μια τάξη εξαρτημένη από ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Τελικά,
δηλαδή θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για κρίση της ιδεολογικής κυριαρχίας
της άρχουσας τάξης, τη στιγμή που συνολικά θα ήταν ανίκανη να πετύχει
ιδεολογική κάλυψη της πολιτικής εξουσίας της και της συνοχής του
κοινωνικού συστήματος που εκφράζει.
Αν
δεν μπορούμε στα σίγουρα να μιλήσουμε για κρίση της ιδεολογικής
κυριαρχίας της άρχουσας τάξης και της δεξιάς, μπορούμε όμως να μιλήσουμε
για την ιδεολογική κρίση τους, η οποία είναι προοίμιο της επερχόμενης
κρίσης της ιδεολογικής κυριαρχίας τους.
Και
υπάρχει ιδεολογική κρίση γιατί οι παλιές ιδεολογικές «φόρμες» της
άρχουσας τάξης δεν «ανταποκρίνονται» στα πράγματα σήμερα. Συγκεκριμένα, ο
αντικομμουνισμός χρεοκόπησε με πολιτική εξουσία τη στρατοκρατία, που
εξέθεσε ανεπανόρθωτα τη δεξιά εξ αιτίας του φιλοδικτατορικού τμήματός
της. Έτσι ο «φιλευρωπαισμος» είναι το «νέο» ιδεολογικό σώμα της
κοινοβουλευτικής αντιδημοκρατικής δεξιάς σε θεσμικό επίπεδο. Το ίδιο
συμβαίνει και με την επίκληση διαφορετικής φιλοσοφίας στα ζητήματα της
δημοκρατίας, σε ιδεολογικό πάντα επίπεδο, όπως με το γνωστό: μαρξισμός
απέναντι στη «δημοκρατία» των μονοπωλίων και της ενίσχυσης της
εκτελεστικής εξουσίας, του κράτους της δεξιάς.
Η ενότητα της άρχουσας τάξης
Μήπως
η προβολή αυτών των «νέων» ιδεολογικών σωμάτων από την άρχουσα τάξη,
προέκυψε μόνο απ΄ την ανάγκη ανασυγκρότησης μηχανισμών
ιδεολογικοπολιτικής επιβολής της ή ακόμη και της «συναίνεσης» του λαού
στους γενικότερους πολιτικούς προσανατολισμούς της; Ή είναι κύρια και
συνάρτηση και αντανάκλαση των νέων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών
όρων που προέκυψαν μετά το συμβιβασμό της 23 Ιούλη 1974;
Πράγματι
οι παλιές ιδεολογίες της δεξιάς: 1. Δεν εναρμονίζονται με τις νέες
ανάγκες της εξάρτησης 2. Ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός (δυτικοευρωπαϊκός
μονοπωλιακός καπιταλισμός) στο συμβιβασμό του ’74 ενίσχυσε πολιτικά τη
θέση του στο μπλοκ της εξουσίας των κυβερνήσεων της πολιτικής αλλαγής
(Ε.Ο.Κ., επενδύσεις, συναλλαγές, τράπεζες κλπ) 3. Ο αμερικάνικος
ιμπεριαλισμός χωρίς να χάσει την ταξική ισχύ του στο μπλοκ της εξουσίας,
έχασε την πολιτική παντοδυναμία του, που αποκορύφωμα της ήταν η
Ιωαννιδική περίοδος.
Αυτή
η αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στην άρχουσα τάξη σε
πολιτικό και όχι σε κοινωνικοοικονομικό, ταξικό επίπεδο, δημιούργησε
σοβαρές αντιθέσεις στους κόλπους της, που εκφράστηκαν άλλωστε και στην
περίοδο της μεταπολιτευτικής τετραετίας με αποκορύφωμα την ίδρυση της
«Εθνικής Παράταξης» και την «Διεύρυνση». Δηλαδή το ζήτημα των νέων
ιδεολογικών στηριγμάτων της μεγαλοαστικής τάξης, έγινε και ζήτημα της
ίδιας της ενότητας της. Κάτι τέτοια συμβαίνουν πάντα όταν σε μια τάξη η
ισχυρότερη κοινωνικά μερίδα αδυνατίζει πολιτικά. Το ευρωπαϊστές ή
αντιευρωπαϊστές σήμαινε πολιτικό συμβόλαιο ενότητας των μερίδων της
μεγαλοαστικής τάξης (φιλοευρωπαϊκής και ατλαντικής) και επιδιώκεται
ιδιαίτερα να υλοποιηθεί και με το νέο πολιτικό σχήμα της «διεύρυνσης». Η
κατοχύρωση μιας τέτοιας πολιτικής αναγκαστικά υποχρεώνει την άρχουσα
τάξη να αναζητήσει νέα πολιτικά όπλα, δηλαδή να δείξει ένα «νέο»
πρόσωπο, μια «νέα» πρακτική απέναντι στο Λαό. Αυτή η ενίσχυση με
ολοκληρωτικά μέτρα, της εκτελεστικής εξουσίας (νόμος 330, τρομοκρατικός,
νόμοι για την εκπαίδευση, αγροτικός συνδικαλισμός, αυτοδιοίκηση).
Και
ήταν κάτι που διευκόλυνε την δεξιά, ώστε να μην είναι υποχρεωμένη να
εφαρμόζει συνολικά την πολιτική της ανοιχτής μαζικής προβοκάτσιας και
τρομοκρατίας, αφού στηρίζεται σ’ ένα «νέο» καθεστώς κοινωνικής της
κυριαρχίας, την γνωστή ποινικοποίηση της δημόσιας ζωής. Και δεν είναι
τυχαίο ότι μεταφέρθηκε μια ανάλογη Γερμανοποιήση στην Ελλάδα της
πολιτικής μας ζωής.
Η ιστορική πορεία της Δεξιάς
Αλλά,
μήπως πρόκειται και για μια πάλη των ιδεών; Δηλαδή η αστική δημοκρατία
κατοχυρώνει ή έστω ανέχεται κάποιους ελάχιστους όρους ιδεολογικής και
πολιτικής αντιπαράθεσης πάνω στις «ιδεολογίες» που καιρό τώρα προβάλλει;
Όχι βέβαια. Διότι το αντίθετο αποδεικνύουν οι θεσμοθετημένοι
κατασταλτικά ιδεολογικοί μηχανισμοί της κυρίαρχης τάξης στη βάση του
μονολόγου (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εκπαίδευση, εκκλησία, στρατός,
ιδρύματα, αστυνομικές απαγορεύσεις και επιθέσεις ενάντια στις αντίπαλες
ιδεολογικές και πολιτικές εκφράσεις).
Ιστορικά
μπορούμε να δούμε, πώς κατέρρευσαν παλιότερες «ιδεολογίες» της, που
σκοπό είχαν να την διευκολύνουν να διατηρεί την εξουσία.
- Είχε επινοήσει το «λογιωτισμό», μια ξένη γλώσσα προς τον λαό για να τον υποτάσσει και έγιναν σκληρές συγκρούσεις για το γλωσσικό που έγινε ιδεολογία της δεξιάς για να συγκαλύψει την αντιδραστική φύση της εξουσίας της.
- Είχε επινοήσει την «μεγάλη Ιδέα» που οδήγησε στο φιάσκο του 1897, του 1922, του Βορειοηπειρωτικού, της ένωσης με την Κύπρο, επικαλούμενη τα συμφέροντα του «Έθνους», δηλαδή τα συμφέροντα της.
- Επινόησε τον «τρίτο ελληνικό πολιτισμό» επί Μεταξά, για να διευκολυνθεί στις φασιστικές θηριωδίες σε βάρος του δημοκρατικού λαού.
- Είχε επινοήσει τον αντικομμουνισμό και τους «νέους Παρθενώνες» για να εξοντώσει της Εθνική Αντίσταση και το λαϊκό κίνημα στα ξερονήσια, συγκαλύπτοντας την συνεργασία της και τους συμβιβασμούς της με τις δυνάμεις της Κατοχής και στην συνέχεια της εξάρτηση της από τους Άγγλους και τους Αμερικανούς.
- Στη συνέχεια ένα τμήμα της αστικής τάξης επινόησε τον Διμέτωπο που έντεχνα προσπαθεί να χειριστεί η Νέα Δημοκρατία.
- Είχε επινοήσει την «Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών» για να συγκαλύψει τις απάνθρωπες διώξεις και την «παραχώρηση εθνικών δικαιωμάτων στις Η.Π.Α.-ΝΑΤΟ.»
Η στρατηγική του αυταρχισμού
Η
Νέα Δημοκρατία προσπαθεί σήμερα σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, να
διαβρώσει τον πατριωτισμό του λαού, με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα των
συμφερόντων που εκφράζει σε κατεύθυνση κύρια φιλοευρωπαϊκή και σε σχέση
με τον συνολικό Δυτικοατλαντικό προσανατολισμό της.
Σε
ιδεολογικό επίπεδο αυτή η προσπάθεια χαρακτηρίζεται με τον
«Εκσυγχρονισμό». Ο Εκσυγχρονισμός ως ένα βαθμό είναι αντικειμενικός.
Δηλαδή συνδέεται αναγκαστικά με στοιχεία του χαρακτήρα και της εξέλιξης
του Ελληνικού καπιταλισμού όπως είναι:
1. Η «ανάπτυξη» της χώρας που αποκρύπτει την καπιταλιστική ανάπτυξη
2. Τα
«επιστημονικά δεδομένα» (ενσωμάτωση τεχνοκρατίας σαν παράγωγο του
αστισμού) του προγραμματισμού σημαντικών τομέων παραγωγής που
αποκρύπτουν κάτω από ποιο πολιτικό πρίσμα παίρνονται υπόψη.
3. Η
«τάξη» και η «ησυχία» σε αντιδιαστολή με το «χάος», που έχουν σαν στόχο
την αδιαμαρτύρητη και ανεξάντλητη ένταξη του Λαού στις διαδικασίες
συσσώρευσης κεφαλαίων με τη μέθοδο της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.
Η κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού της άρχουσας τάξης έχει δύο βασικά στοιχεία:
- Είναι μια Στρατηγική, και το πρώτο σκαλοπάτι που πατάει, για να μπορεί να σταθεί σαν Στρατηγική είναι η ποινικοποίηση της δημόσιας ζωής. Γιατί κάθε Στρατηγική της άρχουσας τάξης πρέπει να γίνει και «λαϊκή» Στρατηγική, για να αποδώσει. Δηλαδή να ενταχθούν μέσα σε αυτή λαϊκά στρώματα, να ηγεμονευτούν αδιαμαρτύρητα, αλλά όχι πολιτικά. Έτσι, δεν μιλάμε πλέον για εκσυγχρονισμό. Αν χτες ο Λάσκαρης «καταργούσε» την πάλη των τάξεων, σήμερα η «διευρυμένη» Δεξιά συγκροτεί το Συμβούλιο Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής (Σ.Κ.Ο.Π.) θεσμό ταξικής συνεργασίας. Δηλαδή, δήθεν ένα «νέο» κοινωνικό συμβόλαιο.
- Αυτή η Στρατηγική συνδέεται με την συγκυρία της μεταπολίτευσης, με τους κανόνες του συσχετισμού των δυνάμεων και με το σοβαρό πολιτικό ζήτημα, που προέκυψε μετά τις εκλογές του ’77 στην δημόσια ζωή της χώρας. Έτσι, μπορούμε να δούμε τι σημαίνει πολιτικά αυταρχισμός-εκσυγχρονισμός για το ’74-’78. Τι σημαίνει για την άρχουσα τάξη και τη δεξιά. Τι σημαίνει για το Λαό και για τα δημοκρατικά κόμματα.
Το
1974 είχαμε την εναλλαγή των πολιτικών μορφών διακυβέρνησης της
άρχουσας τάξης. Δηλαδή, εναλλαγή του πρωταγωνισμού των θεσμών και των
μηχανισμών του αστικού κράτους. Μέχρι τις 23 Ιούλη πρωταγωνιστούσαν σε
επίπεδο αστικής εξουσίας, οι θεσμοί εκτάκτου ανάγκης (ΕΣΑ, σώματα
ασφαλείας, πεζοναύτες, Λ.Ο.Κ.). Η νέα μορφή πολιτικής διακυβέρνησης
σήμαινε αναγκαστικά τον παραγκωνισμό αυτών των μηχανισμών και τον
πρωταγωνισμό άλλων, που είχαν αποδιαρθρωθεί από την χούντα.
Αυτό
φάνηκε παραδειγματικά από το ότι στις 23 Ιούλη καλέστηκε να υλοποιήσει
την πολιτική της γέφυρας ο τυπικός μηχανισμός των ενόπλων δυνάμεων, με
τους αρχηγούς των κλάδων, πράγμα που έδειχνε στην πράξη πια, την
ανάδειξη νέων πρωταγωνιστών στη δημόσια ζωή, νέων κρατικών μηχανισμών.
Αυτή
η εσωτερική αναδιάταξη, που φανέρωσε άλλωστε, και τις βαθειές
αντιθέσεις του αστικού στρατοπέδου, υποχρέωνε τον κοινό παρανομαστή
τους, τον Κ. Καραμανλή, στην άσκηση μιας νέας Στρατηγικής, για τη λεπτή
δουλειά της ανασυγκρότησης των κρατικών μηχανισμών, ώστε να μπορούν να
εκπληρώσουν συνολικά ένα ρόλο που προσδιορίζονταν και από την υπάρχουσα
όξυνση των εθνικών θεμάτων.
Το κράτος της δεξιάς που είχε σαν υλικό αποτύπωμα την ψήφιση του αυταρχικού συντάγματος, συγκροτήθηκε σε νέες βάσεις.
Φάσεις του αυταρχισμού
Το
πρόβλημα όμως για τη δεξιά δεν ήταν ούτε είναι αυτό. Αλλά ποια θα ήταν η
Στρατηγική συνολικά αυτού του συγκροτήματος εξουσίας της άρχουσας
τάξης. Και αυτή ήταν ο αυταρχισμός- εκσυγχρονισμός.
Αυτή
η διαδικασία έγινε σε δύο φάσεις: Η πρώτη φάση ήταν η διάρκεια της
κυβερνητικής τριετίας, όπου νομιμοποιήθηκε θεσμικά αυτή η αντίληψη και
χτυπήθηκε κάθε λαϊκή κινητοποίηση ενάντια της. Το χαρακτηριστικό αυτής
της περιόδου ήταν, ότι δημιούργησε μεγάλες ανακατατάξεις στην πολιτική
έκφραση της μεγαλοαστικής τάξης, δηλαδή λειτούργησε σαν άμεση εσωτερική
της υπόθεση και οδήγησε στην εμφάνιση δύο νέων τακτικών ελιγμών: Στην
«Εθνική Παράταξη» και στη δημιουργία των προϋποθέσεων της «διεύρυνσης».
Η
δεύτερη φάση δημιουργήθηκε από τα αποτελέσματα των εκλογών και από την
αποτυχία της εναλλακτικής σοσιαλδημοκρατίας. Ο κύριος όμως παράγοντας
υπήρξε η ακτινοβολία και η άνοδος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (βλ. άρθρο «Ελεύθερου
Κόσμου»:Κίνδυνος τώρα είναι το ΠΑ.ΣΟ.Κ.). Και είναι η φάση, όπου η δεξιά
απροκάλυπτα κατέβασε τα διλήμματα –νέους ιδεολογικούς όρους στον λαό,
για τη διατήρηση του συσχετισμού της, για τη διατήρηση της ίδιας
πολιτικής ενότητας (Κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας σε σχέση
με τη «διεύρυνση» και την «Εθνική Παράταξη»).
Τα
τελευταία γεγονότα των «θεαματικών» ενεργειών απέναντι στους
βασιλοχουντικούς, όπως και η δράση του παρακράτους, εξυπηρετούν σε
τελευταία ανάλυση διπλά τη Νέα Δημοκρατία. Από τη μια καλλιεργεί τη
στρατηγική της έντασης και της αποσταθεροποίησης στη δημόσια ζωή και από
την άλλη «διαφορίζεται» από την δράση αυτών των μηχανισμών (Δήλωση
Αβέρωφ σχετικά με το «πραξικόπημα της πυτζάμας» στη Λάρισα, το 1975: «Οι λίγοι αμετανόητοι θα αντιμετωπιστούν»).
Οι επιδιώξεις της Δεξιάς στο Κίνημα της Αλλαγής
Στην
πραγματικότητα, γνωρίζει καλά η δεξιά και ο λαός από ποιους κινδυνεύει.
Ο αυταρχισμός-εκσυγχρονισμός σαν Στρατηγική που περνάει μέσα από την
ποινικοποίηση της δημόσιας ζωής, έχει σαν στόχο την ακύρωση, την
εξαφάνιση του ίδιου του αστικοδημοκρατικού θεσμού του πολίτη.
Ακόμα,
η δεξιά με τη στρατηγική του αυταρχισμού-εκσυγχρονισμού αποβλέπει στο
να οδηγήσει δημοκρατικά κόμματα στη λογική της συνδιαλλαγής ή του
χειρισμού θεμάτων «δια αντιπροσώπων», πέρα και έξω από το λαό, μιας και
το σοσιαλδημοκρατικό πείραμα που θα βοηθούσε σε αυτό το σχέδιο, δεν είχε
λαϊκή απήχηση.
Ας μη φαίνεται περίεργο: Η δεξιά δεν σχεδιάζει μόνο για τον εαυτό της, σχεδιάζει και για το κίνημα της αλλαγής.
Η
ιστορία του αριστερού κινήματος κατέδειξε στην πράξη δύο κύριες
Στρατηγικές: α) την ενιαιομετωπική που έχει τις ρίζες της στη
λαικομετωπική Στρατηγική των αντιφασιστικών μετώπων και που μετά τις
τελευταίες Γαλλικές επιλογές, αμφισβητείται σοβαρά η τύχη του κοινού
προγράμματος και β) Μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο των Κ.Κ. της
Δ. Ευρώπης τη Στρατηγική της παρέμβασης και συνδιαχείρισης στη βάση της
διαπραγμάτευσης ενός συσχετισμού λαϊκών δυνάμεων πάνω στην πολιτική
εξουσία του αστικού κράτους (π.χ. ο νυν πρόεδρος της ιταλικής βουλής
είναι βουλευτής του ιταλικού Κ.Κ.).
Η
Στρατηγική της άρχουσας τάξης θέλει να βάλει τα δύο αυτά διλήμματα
(ενιαίο μέτωπο ή συνδιαχείριση) στο Λαϊκό κίνημα της χώρας μας
ελπίζοντας ότι τουλάχιστον στην περίπτωση της οδηγούμενης προοπτικής στη
συνδιαχείριση ή σε κάποια συνδιαλλαγή, να μετατραπεί σε διαδικασία
ρεφορμισμού του κινήματος της αλλαγής, αφού με τον
αυταρχισμό-εκσυγχρονισμό και την ποινικοποίηση, επιδιώκει να βάλει στη
γωνία το λαϊκό κίνημα, απογυμνώνοντας τους φορείς του. Το ενιαίο μέτωπο
γνωρίζει η δεξιά ότι δεν επιδιώκεται, γιατί υπάρχουν Στρατηγικές
διαφωνίες στην Αντιπολίτευση. Την ενότητα του Λαού προσπαθεί να διαβάλει
η δεξιά, προβάλλοντας φόβητρα που εξυπηρετούν την κυριαρχία της.
Αυτή η Στρατηγική όμως της δεξιάς συμπιέζεται και στενεύει, λόγω:
Α) του αδιεξόδου που οδηγεί η ίδια τα εθνικά θέματα
Β)
από τα «διευρυντικά» - «αντιπληθωριστικά», αλληλοαναιρούμενα σχέδια
Μητσοτάκη-Κανελλόπουλου, που συγκαλύπτουν τον πληθωρισμό κέρδους των
μονοπωλίων.
Η πόλωση, οι κοινωνικές αντιθέσεις και η ρήξη
Κι
αν αυτά είναι ορισμένα απ’ τα πραγματικά προβλήματα σε σχέση με την
εξάρτηση της μεγαλοαστικής τάξης και της ανάγκης του ντόπιου και ξένου
κεφαλαίου, ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα του λαού;
Είδαμε
ότι η εξαρτημένη μεγαλοαστική τάξη και το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο
προσπαθούν να πείσουν ότι τα δικά τους συμφέροντα είναι και συμφέροντα
του λαού.
Γνωρίζει
η δεξιά πολύ καλά, ότι ο σοσιαλισμός είναι μια λαϊκή ιδεολογία. Γιατί ο
λαός αγκαλιάζει σε καθαρά πρακτικό επίπεδο τις αρχές του σοσιαλισμού,
τις αφομοιώνει και η πάλη για δημοκρατία, ισότητα, δικαιοσύνη και
ελευθερίες συγκρούεται με την Στρατηγική της ποινικοποίησης της δημόσιας
ζωής, είναι δηλαδή εν δυνάμει κατεύθυνση συγκρότησης ιδεολογικών όρων
για την αλλαγή της κατάστασης, για την αφαίρεση της εξουσίας της
άρχουσας τάξης
.
Η
δεξιά ξέρει, ότι με την μαρξιστική ανάλυση και θεώρηση δημιουργείται η
γνώση για αλλαγή. Η άρχουσα τάξη θέλει τη διατήρηση της στην εξουσία.
Έτσι επικαλείται τη «δημοκρατία» της διατήρησης της στην εξουσία, και
όχι τη δημοκρατία της θέλησης του λαού. Μόλις είναι δοσμένη, σε αντίθετη
κατεύθυνση, η δημοκρατία της θέλησης του λαού, έχουμε ιστορική επίγνωση
τι κάνει η άρχουσα τάξη. Επικαλείται το συμφέρον του «έθνους», δηλαδή
το συμφέρον της, και προκαλεί πραξικοπήματα.
Η
άρχουσα τάξη προσπαθεί να περάσει στα λαϊκά στρώματα «ιδεολογίες» που
είναι αντίθετες με τα πραγματικά τους συμφέροντα. Δηλαδή, μετατοπίζοντας
και παραμορφώνοντας τις ταξικές αντιθέσεις, προσπαθεί να δημιουργήσει
εργάτες και αγρότες φιλομονοπωλιακούς (ευρωπαϊστές) και
αντιμονοπωλιακούς (αντιευρωπαϊστές) πάντα σε ιδεολογικό επίπεδο, ενώ το
αντικειμενικό κοινωνικό συμφέρον όλων των εργατών και αγροτών, είναι η
αντιμονοπωλιακή τους κατεύθυνση. Και αυτή είναι η γνωστή πόλωση. Δηλαδή,
πόλωση σημαίνει το πέρασμα πλασματικών αντιθέσεων μέσα στους κόλπους
του λαού. Και σε αυτό το ζήτημα στρέφεται συνολικά ο κρατικός μηχανισμός
και στηρίζεται στους όρους της ποινικοποίησης της δημόσιας ζωής, με
έντονη ιδεολογική προπαγάνδα και ζύμωση, που καθαγιάζεται μέχρι και από
τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Αυτό
σήμερα είναι το πεδίο της ιδεολογικής μας πάλης. Δηλαδή, αν ο λαός θα
απομονώσει αυτή την πολιτική της διάσπασης και των διλημμάτων έξω από τα
συμφέροντα της δημιουργώντας δική του ιδεολογικοπολιτική Στρατηγική,
που να βασίζεται πάνω στο αντικειμενικό ζήτημα των κοινών του
αντιεξαρτησιακών και αντιμονοπωλιακών του συμφερόντων.
Αυτή
η κατεύθυνση δεν έχει κύριο χαρακτηριστικό τη λογική του συσχετισμού
δυνάμεων (π.χ. αντιπαράθεση εκλογικών ποσοστών). Ακόμα το κύριο βάρος
δεν δίνεται στο πώς θα απαντήσει κανείς καλύτερα στις «νέες» ιδεολογικές
επιθέσεις της δεξιάς. Γιατί το ζήτημα είναι, πως το λαό δεν τον
ενδιαφέρει να απαντήσει στα διλήμματα της δεξιάς. Μια διαδικασία
συζήτησης και ανταπάντησης πάνω σε αυτά, είναι μια υπόθεση που αφορά την
πολιτική της άρχουσας τάξης και όχι το Λαό. Αντίθετα, η πολιτική της
οικοδόμησης, μιας μόνης πολιτικής, που να διεκδικεί τα μέχρι σήμερα
ιδεολογικά όπλα της δεξιάς, την απομονώνει, την περιθωριοποιεί. Απ’ το: ο
λαός στη γωνία, να το κάνουμε: η Δεξιά στη γωνία.
Η άλλη Πολιτική
Ο
λαός με θάρρος και αποφασιστικότητα δεν μπαίνει στη λογική των
διλημμάτων της άρχουσας τάξης γιατί δεν είναι δικά του διλήμματα. Γιατί
τα «ευρωπαϊστές-αντιευρωπαϊστές», «Μαρξισμός και Δημοκρατία» επινοήθηκαν
από τη δεξιά, για να μετατραπούν για το κίνημα της αλλαγής σε διλήμματα
του ενιαίου μετώπου ή της συνδιαλλαγής.
Η
υιοθέτηση μιας άλλης πολιτικής που στο περιεχόμενο της αγκαλιάζει όλο
και μεγαλύτερες λαϊκές δυνάμεις, η ανάπτυξη ενός λαϊκού μηχανισμού
ένταξης των κοινωνικών δυνάμεων στην κατεύθυνση αυτής της πολιτικής, με
κύριο άξονα το μαζικό διεκδικητικό κίνημα της δουλειάς, της μόρφωσης και
του πολιτισμού, απομονώνει την τακτική της ποινικοποιήσεως, αποτελεί
την πρώτη απάντηση και στον αυταρχισμό-εκσυγχρονισμό και στα διλήμματά
του. Και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πρωταγωνιστεί σε μια τέτοια κατεύθυνση. Για αλλαγή
εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Για μια Εθνική Στρατηγική έξω από
διλήμματα ενιαιομετωπικά ή συνδιαχειριστικά. Και η δεξιά βρίσκεται σε
δύσκολη θέση που δεν μπορεί να διαβάλει την πολιτική του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Το
ντόπιο και ξένο κεφάλαιο επιδιώκουν «δημοκρατική» ασυδοσία σώρευσης
κερδών και γι’ αυτή τη «φιλοσοφία» του καπιταλισμού, προσπαθούν να
πείσουν, ότι έχουν συμφέρον δήθεν να ακολουθούν και οι εκμεταλλευόμενοι.
Συνολικά, όμως το μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων που έχει διαμετρικά
αντίθετα συμφέροντα από αυτά της άρχουσας τάξης, το μόνο που έπρεπε να
επιδιώκει είναι: Μια Στρατηγική αποφυγής της πόλωσης και την υιοθέτηση
μιας Στρατηγικής Θέσεων και όχι Κινήσεων*
δηλαδή, την επιδίωξη μιας σειράς διαδοχικών ρήξεων στα ζητήματα μιας
άλλης πολιτικής. Έτσι, δεν πρέπει να κατευθυνθεί στη δημιουργία δύο
αυτόνομων ανταγωνιστικών πολιτικών μέσα στο λαό, (η δεξιά και αριστερή
πλατφόρμα, η υπάρχουσα και εναλλακτική), που οικοδομούν, πέρα από
προθέσεις, αντικειμενικούς όρους μετωπικής ρήξης.
Εκείνο
που πρέπει να γίνει είναι η απομόνωση σε διαδοχικές φάσεις των
επιμέρους πολιτικών της Δεξιάς μέσα από την πείρα του λαού, μέσα από μια
συνολική διαδικασία ηγεμονικών στιγμών του κινήματος της αλλαγής, που
οικοδομεί στην πορεία του, την Εθνική Λαϊκή Ενότητα. Γίνεται λοιπόν, η
άλλη πολιτική, μόνη πολιτική, εθνική πολιτική. Κι αυτή είναι η πολιτική
του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Και είναι πολιτική ριζικής αντίθεσης με τη δεξιά και
θεμελιακής ενότητας με τον Λαό.
Η πλατφόρμα μιας τέτοιας εθνικής στρατηγικής βάζει επιθετικά ζητήματα, όπως:
- Τι είναι εθνικό και τι δεν είναι (ΝΑΤΟ, Κύπρος, Αιγαίο, Βάσεις)
- Ποιοι είναι οι φίλοι μας, ποιοι είναι οι εχθροί μας (Φίλη «σύμμαχος» Αμερική, οι «εταίροι» της Δυτικής Ευρώπης)
- Ποια είναι τα συμφέροντα μας και ποια δεν είναι (ανήκουμε στη Δύση-μονοπώλια). Είμαστε εμείς (ο Λαός και η Νεολαία), που βάζουμε αυτά τα ζητήματα.
Έτσι,
δεν θα μπορεί η άρχουσα τάξη να πολώνει το λαό, να τον διασπά και να
παριστάνει το «Έθνος». Δηλαδή, να στρέφει ένα τμήμα του λαού ενάντια σε
ένα άλλο, για ιδεολογικούς λόγους που συμφέρουν την ίδια και όχι τα
τμήματα του λαού ενάντια σε ένα άλλο, για ιδεολογικούς λόγους που
συμφέρουν την ίδια και όχι τα τμήματα του λαού, που έχουν κοινά
συμφέροντα ριζικά αντίθετα με αυτήν. Βέβαια, η άρχουσα τάξη θα επιμένει
ότι είναι το «Έθνος». Και έτσι για το καλό του «Έθνους» θα πρέπει δήθεν
οι εργαζόμενοι και οι αγρότες, να έρθουν σε αντιπαράθεση και σύγκρουση.
Ακόμα
δεν θα μπορεί η δεξιά να ανασυντάξει και να ενώσει τις δυνάμεις της
ύστερα από την ιδεολογική της κρίση, που την διαμορφώνει με διλήμματα
προς το λαό, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εξάρτησης και των
ντόπιων και των ξένων μονοπωλίων.
Και
αυτή η προσπάθεια της δεξιάς δεν θα μπορεί να κατατείνει στο κεντρικό
ζήτημα γι’ αυτήν: Να δημιουργήσει όρους στο Λαό (αδράνεια, αδιαφορία,
σύγχυση, αμφιβολία), με σκοπό να τον κάμψει για να μην επιδιώξει την
αλλαγή της πολιτικής εξουσίας και την ήττα της.
Η
θέληση μέσα στο λαό, για την αλλαγή της πολιτικής εξουσίας δυναμώνει
και είναι πραγματικό ζήτημα η συνεχής αλλαγή του συσχετισμού των
δυνάμεων σε βάρος της άρχουσας τάξης της δεξιάς.
Γι’
αυτό και οξύνεται η Ιδεολογική κρίση της και γίνεται προοίμιο της
κρίσης της ιδεολογικής κυριαρχίας της. Και μια τέτοια κρίση οδηγεί έτσι
κι αλλιώς:
- Στην κρίση της κοινωνικής ηγεμονίας της άρχουσας τάξης
- Στην ανάδειξη ενός νέου ηγεμονικού κοινωνικού μπλοκ, που μέσα από το φορέα του θα θεσμοθετήσει μια νέα πολιτική εξουσία και
- Στην ήττα της ιδεολογικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης. Και λέμε ήττα, γιατί είναι μεγάλη η πορεία της πάλης για την εξαφάνιση του αστισμού και μέσα σε καθεστώς άλλης κοινωνικής εξουσίας.
Βέβαια, μια τέτοια πορεία των εξελίξεων θα καθοριστεί:
- από τη θέληση του λαού, και
- απ’ τους επιτυχείς αγώνες του κινήματος της αλλαγής, του κινήματος της θετικής διεξόδου και της άλλης . μόνης, εθνικής πολιτικής, κόντρα και έξω από τα διλήμματα του αστικού μετώπου, με τη δεξιά στη γωνία και τον Λαό πρωταγωνιστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα