Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, η οποία γνωμοδοτεί σε ζητήματα αντιδικίας φορολογουμένων και φορολογικών υπηρεσιών, ο ελεγχόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη μετρητών οπουδήποτε, τα οποία χρησιμοποίησε για την αγορά περιουσιακού στοιχείου, καθώς ο έλεγχος απαιτεί, όλες οι πράξεις να αποδεικνύονται από πραγματικά γεγονότα που είναι η μεταφορά των αντίστοιχων ποσών από τον τραπεζικό του λογαριασμό.
Επίσης, δεν αναγνωρίζεται η ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων φορολογικών ετών, εάν οι πληρωμές δεν έγιναν μέσω του τραπεζικού συστήματος.
Ο φορολογικός έλεγχος αμφισβητεί την ύπαρξη μετρητών όταν αυτά βρίσκονται πολλά χρόνια εκτός τραπεζικού συστήματος και είναι να πείσει ο υπόχρεος για του λόγου του το αληθές.
Δηλαδή, η εφορία αγνοεί τα μετρητά στους φορολογικούς ελέγχους καθώς απαιτεί, όλες οι αγορές περιουσιακών στοιχείων και γενικά οι συναλλαγές να αποδεικνύονται με συγκεκριμένες πράξεις.
Η εφορία δεν δέχεται από τον ελεγχόμενο να υποστηρίξει ότι π.χ. τα έτη 2010-2020 σχημάτισε αποταμιεύσεις 100.000 ευρώ τις οποίες τηρούσε εκτός τραπεζικού συστήματος.
Η παράμετρος αυτή των φορολογικών ελέγχων, αποσκοπεί στην πάταξη της χρήσης και διακίνησης του «μαύρου» και αφορολόγητου χρήματος, εντούτοις δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε όσους διατηρούν χρήματα εκτός τραπεζικού συστήματος, φοβούμενοι τις κατασχέσεις είτε της Εφορίας, του ΕΦΚΑ είτε των τραπεζών.
Σύμφωνα με το εγχειρίδιο των φορολογικών ελέγχων, κάθε ευρώ θα πρέπει να αποδεικνύεται από πραγματικά γεγονότα και από τραπεζικές κινήσεις και υπόλοιπα λογαριασμών.
Δηλαδή η εφορία αναγνωρίζει τα μετρητά που προκύπτουν από τις τραπεζικές καταθέσεις, την κινητή και ακίνητη περιουσία το έτος που διεξάγεται ο φορολογικός έλεγχος.
Δεν αναγνωρίζονται τυχόν μετρητά που υπάρχουν σε θυρίδες ή στο σπίτι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αποτελούν ένα επιπλέον επιβαρυντικό στοιχείο για τους ελεγχόμενους, καθώς η ύπαρξη μετρητών εκκινούν υποψίες για τη διακίνηση «μαύρου χρήματος».
Η ανάλωση κεφαλαίου
Η αποτελεσματικότερη μέθοδος αποφυγής των τεκμηρίων είναι η «ανάλωση κεφαλαίου» με την επίκληση εισοδημάτων παλαιότερων ετών, τα οποία, όμως, δηλώθηκαν και φορολογήθηκαν στο παρελθόν, χωρίς να υπάρχει περιορισμός ως προς την «παλαιότητα» των εισοδημάτων.
Το πρόβλημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει για τις παλαιές φορολογικές δηλώσεις είναι πως δεν υπάρχουν διαθέσιμες στο αρχείο του Taxisnet και θα πρέπει να τις αναζητήσει σε χάρτινη μορφή είτε από το προσωπικό του αρχείο είτε από την οικεία ΔΟΥ με τον κίνδυνο που εγκυμονούν οι διαδοχικές συγχωνεύσεις εφοριών.
Όμως, πλέον, υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα. Για να δεχτεί η Εφορία τη χρήση χρημάτων που είχαν δηλωθεί και φορολογηθεί στο παρελθόν, θα πρέπει να αποδεικνύονται μέσα τραπεζικές καταθέσεις ή από άλλες χρηματοοικονομικές επενδύσεις.
Παράδειγμα, εάν ο Χ φορολογούμενος για να αποφύγει τα τεκμήρια δαπανών διαβίωσης ή το πόθεν έσχες για την αγορά περιουσιακού στοιχείου, επικαλείται «παλαιά» εισοδήματα, θα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξή τους με τους τραπεζικούς του λογαριασμούς.
Αν απλά ισχυριστεί ότι προκύπτουν από τις παλαιές φορολογικές δηλώσεις θα μπλέξει σε κυκεώνα και δεν θα αποφύγει φόρους και πρόστιμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα