(σχετικο Υπάρχει και Λαϊκιστικός τοπικισμός;)
Τοπικισμός (regionalism) είναι η παθολογική προσήλωση στον τόπο καταγωγής, το χωριό ή την επαρχία ή την ευρύτερη περιοχή (συνήθως τον νομό). Έτσι, λέμε πως οι Κρητικοί είναι τοπικιστές, οι Χανιώτες είναι τοπικιστές, οι Ηπειρώτες είναι τοπικιστές ή οι Κεφαλλονίτες, οι Πελοποννήσιοι, οι Μανιάτες… και γενικά οι Νεοέλληνες σχεδόν στην ολότητά τους είναι στενά (συνδε)δεμένοι με τους μικροσκοπικούς (και κατά κανόνα ασήμαντους) τόπους καταγωγής τους κατά τρόπο υπερβολικό και, πολλές φορές, νοσηρό με την έννοια ότι κάθε τι που δεν συνδέεται αμέσως ή εμμέσως με τον τόπο καταγωγής απορρίπτεται σαν ρυπαρό, άχρηστο, ανίερο, κάλπικο, νοθευμένο, ξένο, ψυχρό και αδιάφορο.
Γνήσιο, αληθινό, ιερό και μοναδικό είναι ο, τι συνδέεται με τον τόπο καταγωγής του τοπικιστή, που προσλαμβάνει χαρακτήρα σχεδόν λατρευτικό. Έτσι, δεν είναι σπάνιες οι δηλώσεις: “αυτό το κρέας είναι από το χωριό μου”, “έφερα μέλι και τυρί από το χωριό” καθώς και παρόμοιες, που δεν δείχνουν νοσταλγία, αλλά σημαίνουν πως κάθε τι που προέρχεται από το χωριό του δηλούντος έχει την έννοια του γνήσιου, του απαράμιλλου και του ασυναγώνιστου, του μοναδικού, του ανυπέρβλητου και κυρίως του ιερού.
Σε αυτό το πλαίσιο της λατρείας του τόπου καταγωγής, ο Χανιώτης, για παράδειγμα, δεν θεωρεί τον εαυτό του Κρητικό απλά, ούτε Έλληνα, Ευρωπαίο ή ο,τιδήποτε άλλο, αλλά αποκλειστικά Χανιώτη και, αν κατάγεται από τα Σφακιά, θεωρεί τον εαυτό του Σφακιανό και υπερηφανεύεται: “Είμαι Σφακιανός και δεν ανέχομαι να με προσβάλλουν”. Αντίστοιχα αισθάνονται και οι καταγόμενοι από άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως ο Κορίνθιος, ο Μεσσήνιος ή ο καταγόμενος από τη Γορτυνία ή από το Λεβίδι, που δεν δηλώνει Πελοποννήσιος ή Τριπολιτσιώτης, αλλά Λεβιδιώτης, ο καταγόμενος από τις Σέρρες, από την Καβάλα και, ειδικότερα, από τη Μεσορόπη, από το Ποδοχώρι, από τη Θάσο και ούτω καθ’ εξής, χωρίς να παραλείψουμε τους Κεφαλλονίτες, τους Λευκαδίτες ή τους Χιώτες, τους Λέσβιους, Σμυρνιούς, Ρόδιους, Ζακυνθινούς, Πόντιους, Ιθακήσιους, Κερκυραίους, Θρακιώτες, Ναξιώτες, Πολίτες, Σαντορινιούς, Σαμιώτες και όλους τους άλλους, που έχουν το προνόμιο να διαθέτουν τόπο καταγωγής εκτός της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά!
Χαρακτηριστικό της τοπικιστικής νοοτροπίας υπήρξε και ένα επεισόδιο (ένα από τα άπειρα και ξεκαρδιστικά) στο πλαίσιο σπουδαίας ποινικής δίκης, όπου ο συνήγορος του κατηγορούμενου, διαπρεπής ποινικολόγος και ρήτωρ, επιφανής πολιτικός κόμματος της αριστεράς και τέως υπουργός, στο πλαίσιο της εμπνευσμένης αγόρευσής του δήλωσε στους έκπληκτους δικαστές με κάθε σοβαρότητα: “Θέλω ιδιαίτερα να επισημάνω ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι μόνο εκλεκτό μέλος της κοινωνίας, υποστηρικτής των αδυνάτων, επιστήμων διακεκριμένος και άνθρωπος του πνεύματος. Πέραν τούτων είναι και από το χωριό μου”! Και μόνη η ιδιότητα αυτή του κατηγορουμένου, να κατάγεται από το ίδιο χωριό με τον συνήγορο, παρείχε σε αυτόν πρόσθετα στοιχεία αποδεικνύοντα την αθωότητά του και την αδυναμία του ν’ αδικοπραγήσει. “Είναι και από το χωριό μου”! Τι άλλο θα χρειαζόταν ένας δικαστής για να καταλήξει σε αθωωτική κρίση, στην πλήρη απαλλαγή του συγχωριανού του συνηγόρου – πολιτικού; Τίποτα απολύτως. Το να κατάγεσαι από το ίδιο χωριό με τον διάσημο συνήγορο ή με τον πολιτικό συνεπάγεται μαθηματικά την περιφανή σου καταγωγή και τη δυνατότητά σου να προβάλλεσαι και να γίνεσαι σεβαστός και αποδεκτός από όλους, από το σύνολο της κοινωνίας.
Στην αποκάλυψη της καταγωγής από συγκεκριμένο τόπο συμβάλλει συχνά το επώνυμο, που αποκαλύπτει την προέλευση και, αν διαψευστεί, προξενεί πάντοτε αντίδραση: “Είναι δυνατό να λέγεστε Παπαδάτος και να μην είστε Κεφαλλονίτης; Αστειεύεστε; Κάποιος πρόγονός σας θα ήταν Κεφαλλονίτης… Δεν γίνεται. Αποκλείεται. Είστε Κεφαλλονίτης και συνεπώς συμπατριώτης μου”!
Έτσι, κάποιος με καταγωγή από το ασήμαντο χωριό του ιδρυτή του σημερινού κόμματος της αντιπολίτευσης έγινε διάσημος δημοσιογράφος και δεν χρειάστηκε άλλο προσόν ή ικανότητες για ν’ αναδειχθεί. Άλλος, με καταγωγή από το άλλο ασήμαντο χωριό του ιδρυτή του κόμματος που κυβερνά, έγινε υπουργός, άλλος γενικός γραμματέας και άλλος καθηγητής πανεπιστημίου. Συνεπώς, η καταγωγή από το χωριό κάποιου κοινωνικά, πολιτικά ή οικονομικά ισχυρού σημαίνει προνόμια, δυνατότητες, ευκαιρίες, κέρδη, πρόκριση, καταξίωση, επικράτηση και ισχύ. Αλλά και ο άγνωστος και ο ασήμαντος, μόλις συναντήσει συγχωριανό του, παραδίδεται ψυχή τε και σώματι και τίθεται στη διάθεση του συμπατριώτη του…
Πολλές δημόσιες υπηρεσίες στελεχώνονται από συγχωριανούς ή συμπατριώτες του αρμόδιου υπουργού και ολόκληρα χωριά διορίστηκαν στο δημόσιο και σε αργομισθίες, εξ αιτίας του τοπικισμού του ισχυρού που έκανε τους διορισμούς ή των αρμόδιων παραγόντων, που είχαν τη δυνατότητα διορισμών και προώθησης άλλων, οι οποίοι προέκριναν κάθε άλλο παρά αξιοκρατικά και βεβαίως όχι “κατά δίκαιη κρίση” τους συγχωριανούς, συμπατριώτες ή συντοπίτες τους…
Κατά κανόνα, όταν συναντώνται για πρώτη φορά και γνωρίζονται οι Νεοέλληνες, το πρώτο και ίσως το μοναδικό που ρωτούν είναι: “Από πού κατάγεσαι;” ή “από πού είσαι;” Και ακολουθεί η θριαμβική δήλωση ή απάντηση: “Α! θαυμάσια, είσαι από το χωριό μου” ή “και εγώ είμαι από το διπλανό χωριό”, “είμαστε πατριώτες”, “εγώ κατάγομαι από άλλη περιοχή, από τη Θεσσαλονίκη και όχι από το Ρέθυμνο, αλλά η γυναίκα μου είναι από τα Ζωνιανά”!
Δηλαδή, αν οι επικοινωνούντες διαπιστώσουν ότι προέρχονται από την ίδια περιοχή ή, το ιδανικότερο, από το ίδιο χωριό, τότε η εγκαρδιότητα και οι διαχύσεις μεταξύ τους δεν έχουν όρια.
Είναι εκπληκτική μια άλλη συναφής διαπίστωση: Όταν οι συγχωριανοί κατοικούν μόνιμα στον τόπο καταγωγής τους συχνά συγκρούονται, διαπληκτίζονται και όχι σπάνια μπλέκουν σε πολυετείς δικαστικές αντιδικίες διεκδικώντας τις περισσότερες φορές μερικά μέτρα άγονης γης. Φιλονικούν για ασήμαντα αντικείμενα και με ασήμαντες αφορμές. Δημιουργούνται, μάλιστα, έχθρες οξύτατες και τσακωμοί, που κληρονομούνται από γενεά σε γενεά, μετεξελισσόμενες σε πραγματικές “βεντέτες”.
Αν, όμως, οι συγχωριανοί βρεθούν έξω από τα όρια του άσημου χωριού τους, που πολλές φορές δεν αναφέρεται σε χάρτη (ούτε και στο Google), τότε διαπιστώνουν πως τους συνδέει ο προαναφερόμενος αδιάρρηκτος σύνδεσμος, ο δεσμός αίματος και το προνόμιο της κοινής καταγωγής από το ξεχασμένο από όλους χωριό, που ίσως να έχει ερημωθεί και να μη κατοικείται εκτός από μερικούς (υπέρ) αιωνόβιους, που τους ξέχασαν οι άνθρωποι και ο χάρος. Αυτό το έρημο και ασήμαντο χωριό στο μυαλό των συγχωριανών αποκτά τις διαστάσεις της γης της επαγγελίας των Εβραίων ή του παραδείσου, του ευλογημένου τόπου, που παρέχει προσβάσεις και προνόμια στα παιδιά του.
Κατά κανόνα χωρίς εξαίρεση, ο συγχωριανός πάντοτε προτιμά, προκρίνει, επιλέγει, διορίζει, πλαισιώνει, προωθεί και ευεργετεί τον συγχωριανό του, παραμερίζοντας και αδικώντας, χωρίς τύψεις συνείδησης και χωρίς επιφυλάξεις, όλους τους άλλους που δεν διαθέτουν αυτό το προνόμιο ή την ιδιότητα της καταγωγής από συγκεκριμένο τόπο (και, μάλιστα, από ορισμένο χωριό).
Με αποκλειστικό κριτήριο την καταγωγή, στην κοινωνία μας γίνονται πάντοτε παράνομες και ανεπίτρεπτες διακρίσεις, με κρίσεις καθαρώς τοπικιστικές, που καταλήγουν σε κραυγαλέες αδικίες, σε δυσαρέσκειες, σε διαμαρτυρίες και σε παράπονα, που δεν παίρνουν απάντηση.
Επιλέγονται οι συμπατριώτες μας, οι συντοπίτες (οι συγχωριανοί μας) και, συνεπώς, οι (θεωρούμενοι ως δήθεν) με εμάς στενά συνδεόμενοι εκ καταγωγής και παραβιάζεται συστηματικά, εκτός των άλλων, το θεμελιωδέστερο ανθρώπινο δικαίωμα, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται κάθε διάκριση (εκτός των άλλων και) λόγω φυλής, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, γέννησης κλπ. Βέβαια, δεν έχει συμπληρωθεί η συγκεκριμένη διακήρυξη και με την προσθήκη της απαγόρευσης να προκρίνεται ο συγχωριανός, ο συντοπίτης και ο συμπατριώτης μας…
Όποιος δεν έχει το από την τύχη προνόμιο να είναι συγχωριανός ή συντοπίτης του δεδομένου κριτή, συγκρινόμενος, συναγωνιζόμενος ή διαγωνιζόμενος με τον συγχωριανό του κρίνοντος οπωσδήποτε θα παραμεριστεί, θ’ απορριφθεί, θα χάσει, διότι επικρατέστερος κρίνεται εξ ορισμού ο συγχωριανός και αλάνθαστο κριτήριο για την πρόκριση αποτελεί ο κοινός τόπος καταγωγής, το χωριό ή η ιδιαίτερη πατρίδα κριτή και κρινόμενου.
Ουσιαστικά ο τοπικισμός, που πάντοτε συνοδεύεται από φανατισμό και ξεροκεφαλιά, δεν διαφέρει σημαντικά από τον ρατσισμό, που και αυτός χρησιμοποιεί αντίστοιχα και ανάλογα κριτήρια με τα κριτήρια του τοπικιστή και πάντοτε η κατάληξη είναι να αδικείται ο μη προνομιούχος, είτε επειδή δεν είναι συγχωριανός, στην περίπτωση του τοπικισμού, είτε επειδή ανήκει σε άλλη φυλή ή ράτσα, στην περίπτωση του ρατσισμού. (Ε. Παπαδάκης νομικα επιλεκτα)
Γανυμήδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα