Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Η «πληγή» των τραπεζών και το ιστορικό λάθος με την Αγροτική

Μπροστά στη δυσφορία της κοινωνίας και στο σφυροκόπημα της αντιπολίτευσης για τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος βρίσκεται άλλη μια φορά η κυβέρνηση. Τα συμπτώματα της ασθένειας είναι γνωστά σε όλους (υψηλά επιτόκια και προμήθειες, δάνεια με το «σταγονόμετρο») και η κυβέρνηση οφείλει λάβει άμεσα μέτρα.
Όμως, το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από τα συμπτώματα που όλοι αντιλαμβάνονται: οι τράπεζες σήμερα λειτουργούν απολύτως κερδοσκοπικά υπέρ των ιδιωτών -κυρίως ξένων - μετόχων τους, χωρίς να δίνουν βαρύτητα στις ανάγκες της κοινωνίας και χωρίς να έχουν απέναντι τους έναν ισχυρό, δημόσιο τραπεζικό πυλώνα, μετά το ιστορικό λάθος της κυβέρνησης Σαμαρά να κλείσει την Αγροτική Τράπεζα.
Οι ελληνικές τράπεζες είναι γνωστό ότι έχουν από τα μεγαλύτερα spread επιτοκίων δανείων – καταθέσεων στην ευρωζώνη (μόνο σε ορισμένες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ είναι λίγο μεγαλύτερα). Σε ό,τι αφορά τις προμήθειες, οι ελληνικές τράπεζες αντλούν πολύ μικρότερο μέρος των συνολικών εσόδων από αυτές, σε σχέση με τις ευρωπαϊκές. Oμως, επειδή υστερούν σε ποιοτικές προμήθειες (από διαχείριση περιουσίας, bancassurance κ.α.), επιβάλλουν υπερβολικές («εκνευριστικές» κατά τον Κ. Χατζηδάκη) χρεώσεις για καθημερινές συναλλαγές ρουτίνας.
Παράλληλα, οι τράπεζες δεν καλύπτουν επαρκώς τις χρηματοδοτικές ανάγκες της οικονομίας. Έχει επισημανθεί κατ’ επανάληψη και από τον πρωθυπουργό η υστέρηση στις χρηματοδοτήσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στα στεγαστικά δάνεια. Σε μια περίοδο μάλιστα όπου όλοι αναγνωρίζουν ότι οι ΜμΕ χρειάζονται περισσότερες πιστώσεις για επενδύσεις και κεφάλαιο κίνησης, ώστε να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που δίνει η ανάπτυξη της οικονομίας, ενώ η παροχή στεγαστικών δανείων στα νοικοκυριά είναι απολύτως αναγκαία για να μετριασθεί η στεγαστική κρίση.
Προτεραιότητα τα μερίσματα…
Η πρώτη (και ίσως μοναδική) προτεραιότητα των τραπεζικών διοικήσεων είναι να μεγιστοποιήσουν την κερδοφορία και να αυξήσουν τις μερισματικές αποδόσεις στους ιδιώτες μετόχους. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ελέγχεται κατά 95% από τέσσερις συστημικές τράπεζες, που όλες έχουν περάσει πλέον στον ιδιωτικό τομέα μετά και τις τελευταίες διαθέσεις μετοχών από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Ακόμη και αν ήθελαν οι τραπεζικές διοικήσεις να λειτουργήσουν υπέρ της εθνικής οικονομίας και της κοινωνίας, θυσιάζοντας ένα μέρος της κερδοφορίας, είναι πολύ δύσκολο να το κάνουν. Η πίεση της αγοράς, των εγχώριων και διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων που ελέγχουν τις τράπεζες, είναι ασφυκτική. Οι τραπεζίτες είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν πολύ πιο στενά την πορεία των μετοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων, παρά τις παραινέσεις της κυβέρνησης και τη δυσφορία που εκφράζεται από επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Κυβερνητική παρέμβαση μικρής εμβέλειας
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει τα λίγα εργαλεία που έχει για να επηρεάσει τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος:Ενίσχυση του ανταγωνισμού με είσοδο νέων «παικτών», όπως Attica Bank, που έχει πλέον συγχωνευθεί με την Παγκρήτια και στο 9μηνο του 2024 χορήγησε δάνεια 1,67 δισ. ευρώ. Ή των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, όπως η νέα θυγατρικής της ΔΕΗ, που μπορούν επίσης να χορηγήσουν κάποια δάνεια.
Παρεμβάσεις νομοθετικού χαρακτήρα για τη μείωση κάποιων «εκνευριστικών» προμηθειών της καθημερινότητας, στο πνεύμα της αντίστοιχης παρέμβασης που έγινε για τις προμήθειες των POS στις συναλλαγές της μικρής λιανικής.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για επιβολή έκτακτου φόρου στις τράπεζες δεν μπορεί να αποτελέσει λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα με το τραπεζικό σύστημα. Μπορεί να ικανοποιεί την κοινή γνώμη, αλλά το μόνο που θα «επιτύγχανε» ένας έκτακτος φόρος θα ήταν να επιδεινώσει σοβαρά το επενδυτικό κλίμα, χωρίς να φέρει οποιαδήποτε αλλαγή στην πολιτική των τραπεζών.
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο…
Το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, παρ’ όλα αυτά, αντιμετωπίζει ένα θεμελιώδες πρόβλημα που δεν έχει ξεπερασθεί και ουσιαστικά παραλύει τη λειτουργία του: Τα «κόκκινα» δάνεια, ύψους 80 δισ. ευρώ.
Εχουν φύγει από τους τραπεζικούς ισολογισμούς, αλλά δεν παύουν να αποτελούν ένα «τοξικό» φορτίο για την οικονομία. Εχουν περάσει σε funds και εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (servicers), που τα διευθετούν με πολύ αργούς ρυθμούς και με μοναδικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση των ανακτήσεων, ακολουθώντας συχνά αναίτια επιθετικές τακτικές ανάκτησης μέσω πλειστηριασμών.
Αυτό το τεράστιο απόθεμα ιδιωτικού χρέους σε τράπεζες και servicers (χωρίς να υπολογίζουμε και τα τεράστια χρέη σε Εφορία και ΕΦΚΑ) κρατάει εκτός τραπεζικού συστήματος ένα πολύ μεγάλο μέρος επιχειρήσεων και νοικοκυριών και εμποδίζει τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Έτσι, οι τράπεζες δεν μπορούν να επιτελέσουν την αποστολή τους, δηλαδή να μετατρέπουν τις καταθέσεις σε δάνεια. Μόνο το 60% των καταθέσεων που κρατούν οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε δάνεια. Φθάνουμε σε ένα φαύλο κύκλο: οι τράπεζες δεν έχουν κίνητρο να δώσουν ελκυστικά επιτόκια στους καταθέτες, αφού δεν χρειάζονται να προσελκύσουν περισσότερο χρήμα, δεδομένου ότι δεν χορηγούν δάνεια για να πάρουν περισσότερους τόκους. 'Η αντίστροφα, οι τράπεζες δεν έχουν κίνητρο να δώσουν δάνεια και να κυνηγήσουν τόκους, όταν μπορούν να παίρνουν καταθέσεις με μηδενικό επιτόκιο.
Η κυβέρνηση οφείλει να λάβει μέτρα που θα υποχρεώσουν τους servicers να προσφέρουν, επιτέλους, βιώσιμες λύσεις ρύθμισης στους δανειολήπτες, ώστε να απαλλαγεί η οικονομία από την «τοξική» κληρονομιά των «κόκκινων» δανείων της κρίσης και να επιστρέψουν στην οικονομική ζωή οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες. Αν δεν γίνεται αυτό, είναι μάταιο να συζητούμε για πιστωτική επέκταση και καλύτερα επιτόκια για τους καταθέτες, όταν τόσο μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών παραμένουν σε «καραντίνα».
Το ιστορικό λάθος
Σε κάθε περίπτωση, σήμερα οι τράπεζες δεν θα λειτουργούσαν με μοναδικό κριτήριο την κερδοφορία, αν είχαν απέναντί τους ένα υγιή, δημόσιο τραπεζικό πυλώνα, που θα έθετε ως πρώτη προτεραιότητα τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών, δίνοντας μικρότερη έμφαση στην κερδοφορία.
Όπως έχουμε τονίσει σε άλλο άρθρο, πριν από τη βίαιη αναδιάρθρωση που έγινε μετά τη χρεοκοπία της χώρας υπήρχε ισχυρή παρουσία του Δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα, που δημιουργούσε ένα ισχυρό αντίβαρο σε ακραίες συμπεριφορές των ιδιωτικών τραπεζών.
Το κλείσιμο (για την ακρίβεια: απορρόφηση από συστημικές τράπεζες) του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και της Αγροτικής Τράπεζας στα χρόνια των μνημονίων έδωσαν τέλος στην παρουσία του κράτους στο τραπεζικό σύστημα. Σήμερα βλέπουμε τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής.
Ιδιαίτερα η παράδοση της Αγροτικής σε ιδιωτικά συμφέροντα και η εξαφάνιση ενός ιστορικού τραπεζικού ιδρύματος με καίρια σημασία για την οικονομία και την κοινωνία πρέπει να αναγνωρισθεί ως ένα ιστορικό λάθος. Ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς διαβεβαίωνε ότι η Αγροτική δεν θα έκλεινε, αλλά ως πρωθυπουργός, από κοινού με τον Ευ. Βενιζέλο, υποχώρησαν στην πίεση της τρόικας και αποδέχθηκαν το κλείσιμο της τράπεζας, παρότι δεν είχε μεγάλες κεφαλαιακές ανάγκες.
Όλοι μπορούν να αντιληφθούν ότι αν υπήρχε σήμερα η Αγροτική Τράπεζα και είχε εξυγιανθεί υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, το τραπεζικό τοπίο θα ήταν πολύ διαφορετικό. Η ισορροπία του ανταγωνισμού δεν θα έκλινε προς την κατεύθυνση λίγων τραπεζών και των ιδιωτών μετόχων τους, αλλά υπέρ των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών της χώρας.
Ο Αντώνης Σαμαράς, που επανέρχεται συνεχώς στις δημόσιες εμφανίσεις του στο έργο του ως πρωθυπουργός, οφείλει κάποτε να μιλήσει για τα γεγονότα του 2012 – 2013 στο τραπεζικό σύστημα, να εξηγήσει τις αποφάσεις που έλαβε τότε και να κάνει την αυτοκριτική του…
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ  Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα