Η έρυνα εξετάζει τις επιπτώσεις που έχει για τους Έλληνες μαθητές η απόφαση να ξαναδώσουν Πανελλήνιες Εξετάσεις, τόσο στις επιδόσεις τους όσο και στη φοιτητική τους σταδιοδρομία
Η Άσπα Μπιζοπούλου, ερευνήτρια στο Κρατικό Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας της Φινλανδίας, παρουσιάζει στα «Φοιτητικά Νέα» τα ευρήματα της έρευνας, η οποία δημοσιεύθηκε στο Journal of Public Economics. Η μελέτη εξετάζει τις επιπτώσεις της απόφασης των μαθητών να ξαναδώσουν Πανελλήνιες Εξετάσεις, εστιάζοντας τόσο στις επιδόσεις τους όσο και στη φοιτητική τους σταδιοδρομία. Όπως αναφέρεται στο alfavita.gr, η μελέτη βασίζεται σε ανωνυμοποιημένα δεδομένα μηχανογραφικών που έχουν ληφθεί από το Υπουργείο Παιδείας.
Αναλυτικά
Περίληψη της έρευνας "Do Second Chances Pay Off? Evidence from a Natural Experiment with Low-Achieving Students" by Aspasia Bizopoulou, Rigissa Megalokonomou and Stefania Simion
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Public Economics, Volume 239, November 2024
Κάθε χρόνο, περίπου 70 χιλιάδες μαθητές συμμετέχουν στις Πανελλήνιες με την ελπίδα να εισαχθούν στη σχολή της επιλογής τους και να ξεκινήσουν τη φοιτητική τους ζωή. Ωστόσο, αυτό το όνειρο δεν πραγματοποιείται πάντα αμέσως. Σχεδόν το 15% των υποψηφίων αποφασίζουν να επαναλάβουν τις εξετάσεις, είτε επειδή δεν πέρασαν σε σχολή που τους ταιριάζει είτε επειδή δεν κατάφεραν να εισαχθούν σε καμία σχολή. Η απόφαση να ξαναδώσει κανείς Πανελλήνιες δεν είναι χωρίς κάποια βαρύτητα: με τις εξετάσεις να διεξάγονται μόνο μία φορά τον χρόνο, ο μαθητής που αποφασίζει να ξαναδώσει παραμένει σε μια αβεβαιότητα και μια στασιμότητα, την ώρα που οι συμμαθητές του προχωρούν στην επόμενη φάση των σπουδών τους. Η αναμονή και η αβεβαιότητα επιφέρουν τόσο ψυχολογικό όσο και οικονομικό κόστος για τον μαθητή και την οικογένειά του.
Η βασική ερώτηση που απασχολεί όσους αποφασίζουν να ξαναδώσουν είναι: "Αξίζει τον κόπο; Θα πετύχω καλύτερο βαθμό; Θα περάσω σε καλύτερη σχολή;" Αυτά τα ερωτήματα επιδιώξαμε να απαντήσουμε στην έρευνά μας.
Η μεγαλύτερη πρόκληση αυτής της έρευνας είναι ότι ο ερευνητής δεν μπορεί να μελετήσει μόνο τους μαθητές που αποφάσισαν να ξαναδώσουν Πανελλήνιες και να συγκρίνει αν καλυτέρεψαν τον βαθμό τους την επόμενη χρονιά. Οι μαθητές που μπαίνουν στην διαδικασία να ξαναδώσουν δεν είναι τυχαία επιλεγμένοι. Η επιλογή του να ξαναδώσεις είναι αποτέλεσμα σκέψης, συζητήσεων με άτομα εμπιστοσύνης, υποστήριξης από καθηγητές, από την οικογένεια και το ευρύτερο περιβάλλον, καθώς και προσωπικού κίνητρου. Οπότε εάν επικεντρωθούμε μόνο στις επιδόσεις των μαθητών που αποφασίζουν να ξαναδώσουν, δεν θα έχουμε απομονώσει την επίδραση του να ξαναδίνεις Πανελλήνιες πάνω στις επιδόσεις σου από άλλους μηχανισμούς που σχετίζονται με τη βελτίωση επιδόσεων όπως το να βρίσκεσαι σε πιο στηρικτικό σχολείο, να συμμετάσχεις σε πρόγραμμα φροντιστηρίου ή να έχεις πιο ισχυρό προσωπικό κίνητρο.
Στη στατιστική, αυτό ονομάζεται το πρόβλημα της "ενδογένειας". Οι μαθητές που ξαναδίνουν Πανελλήνιες είναι ένα ‘επιλεγμένο’ και όχι τυχαίο δείγμα. Για παράδειγμα, οι μαθητές από λιγότερο ευκατάστατες οικογένειες, αν και μπορεί να επιθυμούν να ξαναδώσουν, ενδέχεται να μην έχουν την ίδια υποστήριξη και να ξαναδώσουν με πολλή μικρότερη πιθανότητα ή να μην ξαναδώσουν καθόλου, οπότε και θα λείπουν από το δείγμα. Για να εκτιμήσουμε εάν η επίδοση βελτιώνεται όταν ένας μαθητής ξαναδίνει εξετάσεις, θα πρέπει να συγκρίνουμε ένα τυχαίο δείγμα μαθητών που αποφασίζουν να ξαναδώσουν (treatment) με ένα άλλο τυχαίο δείγμα μαθητών που δεν το κάνουν (control). Οι δύο αυτές ομάδες, εφόσον είναι τυχαία επιλεγμένες, δεν θα διαφέρουν ως προς το φύλο, το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο, την περιοχή κατοικίας, την υποστήριξη, το φροντιστήριο κλπ. Ωστόσο, για ηθικούς λόγους, κανένας ερευνητής δεν θα διοργάνωνε ένα τέτοιο ‘πείραμα’.
Παρόλα αυτά, τέτοιου είδους πειράματα συχνά δημιουργούνται από μόνα τους – στην έρευνα συνήθως τα ονομάζουμε "φυσικά πειράματα". Στη δική μας περίπτωση το φυσικό πείραμα που δημιούργησε δύο τυχαίες ομάδες μαθητών, μία που να ξαναδίνει και μία που να μην ξαναδίνει Πανελλήνιες ήταν η Βάση του δέκα.
Μεταξύ του 2006 και 2009, η ελληνική κυβέρνηση εισήγαγε για πρώτη φορά τη βάση του δέκα ως ελάχιστο βαθμό πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό το "κατώφλι" δημιουργεί ένα φυσικό πείραμα: εάν ένας μαθητής βρίσκεται ελαφρώς πάνω ή κάτω από το κατώφλι, είναι θέμα τύχης. Αν η κατανομή των βαθμών είναι "ομαλή" γύρω από το κατώφλι και αν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των μαθητών είναι επίσης παρόμοια, τότε έχουμε δύο συγκρίσιμες ομάδες μαθητών. Ωστόσο, οι μαθητές που βρέθηκαν κάτω από το κατώφλι έχουν σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα να ξαναδώσουν Πανελλήνιες σε σύγκριση με εκείνους που βρέθηκαν πάνω από αυτό.
Με αυτές τις δύο ομάδες μαθητών μπορέσαμε να εξετάσουμε τις ερωτήσεις μας. Το φυσικό πείραμα της βάσης του δέκα μας περιορίζει στη μελέτη των μαθητών που βρίσκονται γύρω από το κατώφλι της βάσης οπότε και τα συμπεράσματά μας ισχύουν κυρίως για μαθητές με αρχικά χαμηλούς βαθμούς. Κατ’αρχήν, μαθητές που ξαναδίνουν βελτιώνουν τον βαθμό τους κατά 0,6 τυπικές αποκλίσεις, που αντιστοιχεί σε περίπου 2.000 επιπλέον μόρια για ένα δείγμα μαθητών με αρχικό μέσο όρο περίπου 10.000 μόρια. Επίσης, οι μαθητές που ξαναδίνουν αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητά τους να εισαχθούν σε ΑΕΙ. Η πιθανότητα του να εισαχθεί ένας μαθητής που δίνει Πανελλήνιες σε ΑΕΙ είναι 65%, όμως για τους μαθητές με χαμηλή βαθμολογία η πιθανότητα πέφτει στο 18%. Βλέπουμε ότι οι μαθητές με αρχικά χαμηλούς βαθμούς που ξαναδίνουν ανεβάζουν την πιθανότητά τους να εισαχθούν σε ΑΕΙ γύρο στο 50%, δηλαδή πολύ πιο κοντά στο μέσο όρο του 65% του συνολικού πληθυσμού που δίνει Πανελλήνιες. Καθώς τα ΤΕΙ έχουν πια καταργηθεί σήμερα, μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό το αποτέλεσμα ως ένδειξη ότι οι μαθητές καταφέρνουν να εισαχθούν σε σχολές με υψηλότερα μόρια. Τέλος, η αυξημένη εισαγωγή σε ΑΕΙ οφείλεται τόσο στη βελτίωση του βαθμού όσο και στην πιο φιλόδοξη επιλογή σχολών στην καινούργια αίτηση που υποβάλουν οι μαθητές.
Συμπερασματικά, οι μαθητές που ξαναδίνουν – ανεξάρτητα από το μέρος διαμονής, την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας ή το προσωπικό τους κίνητρο – καταφέρνουν να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους στις Πανελλήνιες. Το δείγμα των μαθητών στο οποίο επικεντρωθήκαμε έχει σχετικά χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις και αναγκάζεται να περιμένει έναν ολόκληρο χρόνο πριν ξαναδώσει – γεγονός που φέρνει τον κίνδυνο απώλειας δεξιοτήτων – αλλά παρ' όλα αυτά, η βελτίωση είναι σημαντική, φτάνοντας στο 20% του αρχικού τους βαθμού.
Πώς θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε αυτούς που επιλέγουν να ξαναδώσουν; Παρότι η βελτίωση στις επιδόσεις είναι σημαντική, δεν μπορούμε να προτείνουμε απλά ότι "είναι καλό να ξαναδώσεις Πανελλήνιες," διότι οι μαθητές θα αντιμετωπίσουν έναν ολόκληρο χρόνο αβεβαιότητας για το μέλλον τους, κάτι που θα τους επιβαρύνει ψυχικά και θα καθυστερήσει την ένταξή τους στην αγορά εργασίας. Η πρότασή μας είναι να δοθεί η δυνατότητα στους μαθητές να δίνουν Πανελλήνιες δύο φορές το χρόνο, ώστε το κόστος για τον μαθητή που θέλει να ξαναδώσει να περιορίζεται σε έξι μήνες και όχι έναν ολόκληρο χρόνο. Η ερώτηση πολιτικής που μπορεί να μελετηθεί είναι εάν το δημοσιονομικό κόστος της οργάνωσης Πανελλήνιων Εξετάσεων δύο φορές το χρόνο θα είναι μικρότερο από το όφελος της ταχύτερης ένταξης των πτυχιούχων στην αγορά εργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα