Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Το γερµανικό κατοχικό δάνειο


Το συγκλονιστικό απόσπασμα που ακο­λουθεί προέρχεται από το βιβλίο του Τά­σου Μ. Ηλιαδάκη «Οι Επανορθώσεις και το Γερμανικό Κατοχικό Δάνειο» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πελασγός».

Όπως σηµειώνει ο Ε. Τσουδερός, «είχαµε µπη στον πόλεµο χωρίς καµµία προσυνεννοήση µε τους Συµµάχους, ούτε για τας απέναντί µας υπο­χρεώσεις των κατά τον πόλεµο,ούτε για τας εκ της νίκης ωφελείας µας…»1. Δηλαδή εντελώς αντίθε­τα µε την επιτήδεια ουδέτερη Τουρκία που µέχρι το τέλος του πολέµου παζάρευε την είσοδό της στον πόλεµο πότε µε τον Άξονα και πότε µε τους «συµµάχους». Εµείς αναλάβαµε, όπως υπογραµµίζει ο Γκαίµπελς, «να βγάλουµε τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασµό των Άγγλων». Ο γ. διευ­θυντής της UN RRA θα διαπιστώσει ότι οι καταστρο­φές υπήρξαν πρωτοφανείς2. Όµως το 1946 ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κ. Τσαλδάρης διατύπωνε «την βαθυτάτην απογοήτευσιν και αηδίαν του ελ­ληνικού λαού δια την κακοµεταχείρισιν της Ελλά­δος υπό των συµµάχων της»3.
Με τον νόµο 108/1941, της κατοχικής κυβέρ­νησης Τσολάκογλου, το γερµανικό κράτος απαλ­λασσόταν από κάθε υποχρέωση αποζηµίωσης για τα εµπορεύµατα που είχε λεηλατήσει στο τελω­νείο του Πειραιά. Τον επόµενο χρόνο, µε τον νόµο 1586/1942 η Ελλάδα αποζηµίωνε τους Γερµανούς υπηκόους, «διά πάσας τας λόγω των πολεµικών επιχειρήσεων… επί ελληνικού κρατικού εδάφους προξενηθείσας ή προξενουµένας έτι ζηµίας». Πληρώναµε αποζηµιώσεις αµέσως και τοις µετρη­τοίς επειδή µας λεηλατούσαν, επειδή µας στερού­σαν την επόµενη ηµέρα. Επί 50 χρόνια µετά η Δη­µοκρατική Γερµανία αρνιέται ακόµα και αυτά τα χρήµατα να µας επιστρέψει. Στις 22.10.1942 ο γ. διευθυντής του υπ. Οικονοµικών έγραφε σε έκ­θεσή του4. «Δεν έχοµε νόµισµα. Η παραγωγή δι­αρκώς πίπτει. Αι τιµαί υψώθησαν εις αφάνταστα επίπεδα. Λιµώττοµεν. Ασθενούµεν. Η θνησιµότης αυξάνει απειλητικώς. Εκφυλιζόµεθα βαθµιαίως, υλικώς τε και ηθικώς». Αυτή η Ελλάδα του λιµού, της απειλητικά αυξανόµενης θνησιµότητας και του εκφυλισµού, πίστωνε τους επιδροµείς της.

Με µοναδικό για ολόκληρη την Ευρώπη πληθωρισµό, που µας επέβαλαν οι Αρχές Κατοχής, κατέστρεψαν τη Δραχµή. Οι κάτοχοι χαρτονοµισµάτων, οµολογιών, καταθέσεων έχαναν τις περιουσίες τους. Τον Νοέµβριο του 1944 µια νέα δραχµή ισοδυναµούσε µε 50 δισ. παλαιών δραχµών. Οι ξένοι όµως δανειστές µας απαιτούσαν τα δάνειά τους όχι σε κατοχικές δραχµές, αλλά σε σταθερό νόµισµα.

Από το 1824 µέχρι το 1932, η Ελλάδα είχε δανειστεί από το εξωτερικό 2,2 δισ. Χρυσά φράγκα. Μέχρι τότε είχαµε καταβάλει µόνο για τόκους και χρεωλύσια 2,383 δισ. Φράγκα. Μετά το 1932 είχαµε σταµατήσει τον εξωτερικό δανεισµό. Η κατοχή και η ανασυγκρότηση από αυτήν µας οδήγησαν και πάλι στη Διεθνή Τράπεζα. Η τελευταία για να µας δανείσει έθεσε όρο τον προηγούµενο διακανονισµό των προπολεµικών µας χρεών. Δηλαδή θα µας έδινε δάνειο για να ξεπληρώσουµε και πάλι τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις των προπολεµικών µας δανείων που ήδη είχαµε ξεπληρώσει και µε το παραπάνω.

Η Γιουγκοσλαβία είχε ήδη κατ’ επανάληψη δανειστεί από τη Διεθνή Τράπεζα δίχως να της τεθεί τέτοιος όρος. Όταν στην Τουρκία τέθηκε τέτοιος όρος, συνοδευόµενος µε διακριτική κριτική της ακολουθούµενης οικονοµικής πολιτικής, η Τουρκία ζήτησε την άµεση αναχώρηση του εκπροσώπου της Διεθνούς Τράπεζας. Η τελευταία και συµµορφώθηκε προς την τουρκική αξίωση και το δάνειο της χορήγησε5.

Το 1962 η Ελλάδα, υπό την πίεση των Δυτικών Μ.Δ. µε προεξάρχουσα τη Δ. Γερµανία, αναγνώρισε εις το ακέραιον την ονοµαστική αξία των προπολεµικών της δανείων6. Τότε, το εξωτερικό µας χρέος ήταν 232 εκατ. δολάρια, ενώ µόνο το Κ.Δ., που µας χρωστούσε η Γερµανία, ήταν µαζί µε τους τόκους 398 εκατ. δολάρια. Την ίδια στιγµή η Γιουγκοσλαβία αναγνώρισε µόνο το 6,5% της ονοµαστικής αξίας των προπολεµικών της δανείων7. Από την άλλη πλευρά, η Γερµανία, από τις µέχρι το 1939 καταθέσεις στο έδαφός της, επέστρεφε το 13,5% και σε σπάνιες περιπτώσεις το 20%. Τα υπόλοιπα τα κρατούσε για την ανασυγκρότησή της!!!

Στη δίωξη όµως των εγκληµατιών του πολέµου φανήκαµε… αµείλικτοι. Από το τέλος του πολέµου µέχρι το 1959 υποβλήθηκαν 911 µηνύσεις για δίωξη εγκληµατιών πολέµου. Από αυτούς δικάστηκε µόνο ΕΝΑΣ και αυτός αθωώθηκε8. Στις 26.1.1959 η κυβέρνηση Καραµανλή φέρνει στη Βουλή και ψηφίζεται ο νόµος 4061/1959 «περί αναστολής διώξεων των εγκληµατιών πολέµου» 9. Ένα χρόνο αργότερα, µε τον νόµο 4122/1960, ο σφαγέας της Θεσσαλονίκης Μέρτεν αποδίδεται στη Δ. Γερµανία, η οποία δεν του είχε ασκήσει δίωξη. Τα θύµατά του όµως ακόµα και σήµερα δεν έχουν αποζηµιωθεί.

Στη δίωξη των εγκληµατιών πολέµου η µετακατοχική Γερµανία µας µιµήθηκε. Όπως επισηµαίνει ο Rondholz, «οι κύριοι υπεύθυνοι της σφαγής των Καλαβρύτων δεν ελογοδότησαν ποτέ!». Όχι µόνο δεν λογοδότησαν, αλλά οι υπεύθυνοι «και αν ζούσαν, τα γερµανικά δικαστήρια µάλλον θα τους αθώωναν»10. Σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγεί η ανάκριση της εισαγγελίας του Bochum για έναν αξιωματικό που είχε λάβει μέρος στην επιχείρηση των Καλαβρύτων. Στο πόρισμα της προανάκρισης αναφέρεται ότι «…τα αντίποινα ήταν αναγκαία και επιτρεπτά από το διεθνές δίκαιο, ώστε να αναγκαστούν οι αντίπαλοι, δηλαδή οι αντάρτες, να τηρήσουν το διεθνές δίκαιο… επομένως, δεν είναι παράνομη και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμμετοχή σ’ αυτά» 11. Δηλαδή το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, οι σφαγές της Βιάνου, του Διστόμου και τόσες άλλες ήταν σύννομες και αναγκαίες κατά το διεθνές δίκαιο! Απομένει να ζητήσουμε συγγνώμη από τη μετακατοχική Γερμανία για την κατοχική λεηλασία, τις ομηρίες, τις σφαγές… και όχι να ζητάμε επανορθώσεις, αποζημιώσεις και την επιστροφή του Κ.Δ. Αυτά, όπου να ’ναι, σύμφωνα με το πόρισμα της παραπάνω προανάκρισης, θα μας τα ζητά η Γερμανία…

Το 1959 ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας ζητούσε δάνειο 400 εκατ. DM από τη Γερμανία. Η τελευταία μας χρωστούσε το Κ.Δ. και ήταν τότε, μαζί με τους τόκους, 1,6 δισ. DM. Ζητούσαμε δανεικά μόλις το τέταρτο των όσων μας χρωστούσαν. Οι Γερμανοί γι’ αυτό ζητούσαν παραχωρήσεις. Ζητούσαν την επιστροφή των περιουσιών τους στην Ελλάδα, συμβάσεις εγκατάστασης και ναυτιλίας, την αναστολή δίωξης των εγκληματιών πολέμου… Για να πετύχουμε το δάνειο, 200 εκατ. DM τελικά, αναγκαστήκαμε «εις πολλάς ουσιώδεις παραχωρήσεις» 12.

Οι τρεις χώρες του Άξονα, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία, ανήκουν στη λέσχη των επτά πιο πλούσιων βιομηχανικών κρατών. Αυτοί που σταμάτησαν το χρόνο και σαπουνοποίησαν ακόμα και τους αμάχους, αυτοί που περιφρόνησαν κάθε αξία, αυτοί που καταδίκασαν ακόμα και τα όνειρα, αυτοί με τους «συμμάχους» προσδιόρισαν τη ναζιστική θηριωδία στιγμιαία. Για όλα έφταιγε ο Χίτλερ, οι… πρωταίτιοι. Όμως η γερμανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα, που επί 50 χρόνια αρνιέται να επανορθώσει, ευθύνεται για το διαρκές.

Επί 50 χρόνια αυτή η πολιτική δεν αναρωτήθηκε ποιες επανορθώσεις και ποιες αποζημιώσεις μπορούν να επανορθώσουν τον υποσιτισμό, τον λιμό και τον εξ ασιτίας θάνατο; Την παιδική ατροφικότητα που ξεπέρασε το 75% και την αδενοπάθεια που έφθασε το 60% για τα παιδιά της σχολικής ηλικίας; Τη φυματίωση και την ελονοσία; Την υπανάπτυξη στην οποία καταδίκασαν τη μετακατοχική Ελλάδα και την ανήκεστο ψυχική βλάβη που κληροδότησε σε δυο τουλάχιστον ελληνικές γενιές; Όμως η γερμανική πολιτική ήταν αυτή που πρωτοστάτησε ώστε ο ΟΗΕ να υποχρεώσει το Ιράκ, μετά τον πόλεμο του Κόλπου το 1991, στην καταβολή επανορθώσεων σε κράτη, ιδιώτες και εταιρείες, μεταξύ των οποίων και γερμανικές. Μόνο για την κατάσβεση των πυρκαγιών στις πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ, η απαίτηση έφθανε το 1 δισ. Δολάρια13.

Την ίδια ώρα η επανενωμένη δημοκρατική Γερμανία έλεγε στην Ελλάδα: Η ναζιστική Γερμανία σας λεηλάτησε, σας πήρε τα λεφτά, σας καταδίκασε στην υπανάπτυξη. Για όλα αυτά η Δημοκρατική Γερμανία δεν αναγνωρίζει επανορθώσεις. Έτσι, όμως, μετέτρεψε την υψηλή διπλωματία σε υψηλή διπροσωπία και ταύτισε τον υποστηρικτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τον εμπνευστή των ναζιστικών εγκλημάτων. Αυτό όμως είναι κατάφωρα άδικο για τον γερμανικό λαό. Με αυτήν την υψηλή διπροσωπία οι καλές σχέσεις έχουν νόημα μόνο στο μέτρο που μας προστατεύουν από αυτήν. Όμως η Ελλάδα και οι Έλληνες επιθυμούν και προωθούν τις καλές ελληνογερμανικές σχέσεις, απαλλαγμένες από το χθες, με τον γερμανικό λαό, τον γερμανικό τύπο και τους πολιτικούς.

Σημειώσεις
1. Τσουδερός, σ. 69.
2. «Βραδυνή», 19.7.1945, σ. 2.
3.  «Καθημερινή», 5.10.1946, σ. 1 (Κ. Ζαφειρό-πουλος).
4. Σμπαρούνης, Μελέται, σ. νβ’.
5. Αγγελόπουλος, Απαράδεκτος η αξίωσις της Διεθνούς Τράπεζας, σ. 435.
6. Αγγελόπουλος, «Οι αξιώσεις μας έναντι της Γερμανίας και Ιταλίας», «Βήμα», 18.11.1962, σ. 5.
7. Π. Δερτιλής, Το δημόσιον χρέος, σ. 464 κ.ε., 484 σημ. 1.
8.  Πρακτικά Βουλής, 26.1.1959, Β. Παπαρρηγόπουλος, 28.1.1959, Η. Τσιριμώκος.
9.  Πρακτικά Βουλής, 28.1.1959, Η. Τσιριμώκος, 29.1.1959.
10.  Eb. Rondholz, Τα αντίποινα των γερμανικών Αρχών Κατοχής, σ. 244.
11. Eb. Rondholz, ό.π., σ. 245.
12. «Μεσημβρινή», 22.4.1964.
13. «Ελευθεροτυπία», 13.11.1995, σ. 55. Ο γερμανικός τύπος έχει πάρει θετική στάση έναντι των ελληνικών αιτημάτων αποζημιώσεων. Επίσης θετική στάση έχουν βουλευτές του PSD με πρώτη την Ο. Γιάλπκε.


xenofonb@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα