Η Έκθεση της διακρατικής έρευνας HBSC για το 2021/22 (συμμετείχαν περίπου 280.000 έφηβοι ηλικίας 11, 13 και 15 ετών από 44 χώρες, περίπου 6.500 εξ αυτών στην Ελλάδα), αναδεικνύει και την ιδιαιτερότητα του εφηβικού πληθυσμού της χώρας μας έναντι των άλλων χωρών.
Ειδικότερα, όπως αναδεικνύεται στην Έκθεση του προγράμματος, δείκτες όπως το αντιληπτό επίπεδο (σωματικής) υγείας και το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή παρουσιάζουν επιδείνωση τα τελευταία χρόνια, ενώ επιπλέον δείκτες όπως τα εμμένοντα ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα έχουν αυξηθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας—ιδιαίτερα (σε πολλές χώρες) στο πρόσφατο διάστημα.
Σε όλες μάλιστα τις περιπτώσεις, η επιδείνωση των δεικτών ψυχικής υγείας παρουσιάζεται εντονότερη στα κορίτσια, απ’ ό,τι στα αγόρια. Και, παρόλο που η τάση στο ποσοστό αυτό ήταν πτωτική μέχρι το 2014, την τελευταία 10ετία υπήρξε ανακοπή και αύξηση, η οποία επίσης εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη τα τελευταία χρόνια.
«Τα στοιχεία αυτά δεν είναι απλώς αριθμοί» αναφέρει η Άννα Κοκκέβη, Ομοτ. Καθηγήτρια Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και επιστημονικά υπεύθυνη της έρευνας στην Ελλάδα.
«Απηχούν, ασφαλώς, μεταβολές στα βιώματα και τον ψυχισμό των εφήβων, αλλά δείχνουν και τον κρίσιμο ρόλο που η οικογένεια, το σχολείο και γενικότερα η κοινωνία μας παίζει στην εμφάνιση και την επικράτησή τους. Η επιδείνωση των δεικτών πρέπει να μας κινητοποιήσει προς το να κατανοήσουμε βαθύτερα την ψυχική υγεία των εφήβων -ιδιαίτερα των κοριτσιών- και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, και να δράσουμε ταχύτερα προκειμένου να τους/τις υποστηρίξουμε αποτελεσματικότερα».
Αν και το αντιληπτό επίπεδο (σωματικής) υγείας στους Έλληνες εφήβους είναι σημαντικά υψηλότερο (42%) του διακρατικού μέσου όρου (36%), ωστόσο δεν είναι στα επιθυμητά επίπεδα. Σύμφωνα με την έρευνα, στην Ελλάδα παρατηρούνται επιπλέον υψηλότερα ποσοστά εφήβων με αυτεπάρκεια, δηλαδή την ευχέρεια στο να βρίσκουν λύσεις σε μικρές ή μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν (69%, και 61%, αντίστοιχα) και να φέρνουν σε πέρας το έργο και τα καθήκοντα που έχουν αναλάβει (60% και 57%, αντίστοιχα).
Επίσης, δείκτες όπως το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή και το αντιληπτό επίπεδο ψυχικής ευεξίας βρίσκονται πολύ κοντά στο μέσον όρο του προγράμματος συνολικά.
Οι διαταραχές των παιδιών στην Ελλάδα
Σημαντικά υψηλότερο ποσοστό έφηβων αγοριών και κοριτσιών στην Ελλάδα (60%, έναντι 44% του διακρατικού μέσου όρου) αναφέρουν εμμένουσες ψυχολογικές και σωματικές ενοχλήσεις.
Οι διαταραχές των παιδιών στην Ελλάδα
Σημαντικά υψηλότερο ποσοστό έφηβων αγοριών και κοριτσιών στην Ελλάδα (60%, έναντι 44% του διακρατικού μέσου όρου) αναφέρουν εμμένουσες ψυχολογικές και σωματικές ενοχλήσεις.
Ειδικότερα, περισσότεροι από τους μισούς αισθάνονται συχνά νευρικότητα (53%) και ευερεθιστότητα (51%), το 35% είναι συχνά «στα κάτω τους» (ενδεικτικό θλίψης) και σε παρόμοια περίπου αναλογία (30%) έχουν δυσκολίες ύπνου.
Τέλος, ένας/μία στους/στις 4 (25%) έχει συχνά πονοκέφαλους και σε ίδια αναλογία (24%) έχει πόνους στη μέση (ενδεικτικό απουσίας άσκησης και αδράνειας).
Όπως και διεθνώς, έτσι και στην Ελλάδα, οι δείκτες ψυχικής υγείας και ευεξίας επιδεινώνονται με την ηλικία, το πέρασμα δηλαδή από τα 11 στα 13 και ακολούθως στα 15 έτη.
Όπως και διεθνώς, έτσι και στην Ελλάδα, οι δείκτες ψυχικής υγείας και ευεξίας επιδεινώνονται με την ηλικία, το πέρασμα δηλαδή από τα 11 στα 13 και ακολούθως στα 15 έτη.
Ωστόσο, αυτό που αποτελεί ιδιαιτερότητα για την Ελλάδα είναι ότι η επιδείνωση αυτή φαίνεται να είναι σχεδόν παντού εντονότερη κυρίως κατά τη μετάβαση από το δημοτικό (ηλικία των 11) στο Γυμνάσιο (ηλικία των 13), παρά κατά τη μετάβαση από το Γυμνάσιο στο Λύκειο (ηλικία των 15).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα