Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Ένα διαφορετικό προσκύνημα στην Τήνο!


Η εννιάωρη πορεία ενός ανθρώπου που αναζητά τα ίχνη του αποτραβηγμένου Χαλεπά το 1927, που η ιδιοτροπία της ζωής του αποθέωσε τα προϊόντα της τέχνης του! Ενώ όμως η δόξα του εχαμογελούσε, αυτός την επεριφρόνησε.
(Από: Ασσόδυο)
Ως γνωστόν, ο Χαλεπάς είχε εξαφανισθεί επί μια τριακονταπενταετία, θεωρούμενος ως νεκρός. Ανακαλύφθηκε δε προ μερικών ετών τυχαίως ότι ζει στην ιδιαιτέραν του πατρίδα, το χωριό Πύργος της Τήνου, ως αιγοβοσκός. Σήμερα ο Χαλεπάς έχει ξαναβρεί σχετικώς την πνευματική γαλήνη του, αλλά επ’ουδενί λόγο δέχεται ν’ αφήσει το χωριό του. 
Δημοσιεύουμε κατωτέρω την περιγραφή φίλου καλλιτέχνη, ο οποίος εξέδραμεν έως εκεί και εκθέτει τις εντυπώσεις του περί της ζωής, του έργου και του περιβάλλοντος του Χαλεπά.
Το ταξίδι των Κυκλάδων είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό τον καιρό, όπου η Αθήνα ψήνεται κυριολεκτικώς και οι άνθρωποι λιώνουν σαν μολύβι στον ιδρώτα της βιοπάλης τους. Το Αιγαίο με το τρελό κυματάκι του υποδέχεται τα πλοία σαν πρόσχαρη δροσάτη αγκαλιά. Και τα νησιά είναι καταφύγια Μακάρων με την γραφικότητα και την φιλοξενία τους. 
Έτσι, ένα πρωί των τελευταίων αυτών ημερών αντικρύσαμε από την κουπαστή της «Ελευθερίας» την Τήνο με τα φρέσκα κόκκινα της χώματα, ξαπλωμένη σαν όνειρο μέσα στο πέλαγος...Ένα από τα μεγάλα τέκνα της Τήνου αναζητούμε σήμερα σ’ αυτό το ταξίδι μας. Τον Τηνιακό γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, τον ζωντανό αυτό θρύλο, που η ιδιοτροπία της ζωής του αποθέωσε τα προϊόντα της τέχνης του. Ο Χαλεπάς πλέον, όχι μόνο είναι γνωστός εδώ, αλλά και το όνομά του προφέρεται παντού σαν αγίασμα. Με την διαφορά ότι σχεδόν δεν τον γνωρίζουν εντός της πόλεως. Δεν κατεβαίνει ποτέ. Είναι θρύλος εξωτικός.

–Θα τον βρείτε στον Πύργο, μου λένε, αλλά είναι ψηλά, όλο βράχοι, οχτώ ώρες με το μουλάρι, με το συμπάθειο.

Άπαξ εξεκινήσαμε, πρέπει να τον συναντήσουμε. Με πληροφορούν άλλωστε ότι από πρόπερσι αυτή η εκδρομή γίνεται πολύ συχνά. Παρέες καλλιτεχνών, λογίων, πολιτικών, πολλές φορές δεν λείπουν και κυρίες, έρχονται από την Αθήνα με μοναδικό σκοπό να επισκεφθούν τον Χαλεπά στο μυστικοπαθές του ερημητήριο. Οχτώ ώρες με το ζώο, που έγιναν αισίως εννέα κατά την μετάβασιν! Ομολογώ ότι χρειάζεται μεγάλη δόση πίστεως για να επιχειρήσει κανείς την εκστρατεία αυτή. Ο δρόμος έχει όλη την ομορφιά του νησιωτικού τοπίου με την πολύχρωμη καλοκαιρινή του άνθηση, και το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας να παραστέκει απέραντο από μακριά.
Ο Πύργος είναι ένα πρωτόγονο χωριουδάκι, στις καλύβες και στις ρούγες του οποίου νοιώθει κανείς να αναζεί όλος ο μέσα μας αταβισμός. Από ένα τέτοιο χωριουδάκι προήλθαμε όλοι μας, και οι καλοί και οι κακοί, και οι μεγάλοι και οι μικροί, που δυσαρεστούμαστε τώρα στη μαλθακότητα των μεγαλουπόλεων όταν η άσφαλτος δεν είναι και τόσο πολύ στρωτή και μας τραντάζει στο αυτοκίνητο. 
Γυναικούλες ζυμώνουν στα σκαφίδια το ψωμί τους και το ψήνουν με αφάνες στο μικρό φούρνο της αυλής μόνες τους – απαράλλακτα καθώς τα έψηνε η προμάμμη μας κάποτε άλλοτε, κάπου αλλού. Γενικώς, το περιβάλλον είναι συγκινητικό και αρκετά φιλόξενο. Οι Τηνιακοί είναι πολύ ήμερος αγροτικός πληθυσμός. Αιτιολογώ ευκολότατα τον Χαλεπά. Ουδέποτε η ψυχοπάθειά μας ενεργεί αδικαιολόγητα. Ο Χαλεπάς πιθανώς τότε να έπαθε μια διανοητική διασάλευση. Αλλά τα αίτιά της ήταν καθαρώς αισθητικά και φιλοσοφικά. Υπερίσχυσε με τόση δύναμη εντός του η αγάπη του προς την αληθινή ηθογραφία του χωριού, ώστε τα εμούντζωσε όλα και αποτραβήχτηκε εδώ. 
Υπήρξε ο μοναδικός, μεταξύ των ανθρώπων, ο συνεπής προς τα ψυχικά του προστάγματα. Έγινε αρνητής και αναχωρητής χωρίς πομπώδη τυμπανοκρουσία και μάταιο επιδεικτικό θόρυβο. Η δόξα του εχαμογελούσε και αυτός την επεριφρόνησε.
Τον συναντώ, επιτέλους, στην χαμοκέλα της ιδιόκτητης απλής κατοικίας του, που του χρησιμεύει ταυτοχρόνως και ως ατελιέ. Διότι ο Χαλεπάς εργάζεται. Εργάζεται κατά τον ιδεώδη τρόπο των αβιάστων του εμπνεύσεων. Δεν τον κατατρώγει ούτε η βιοποριστική ανάγκη, ούτε ο πόθος της δόξας για μια αναγκαστική και επιτηδευμένη και συνθηκολογούσα παραγωγή. Απομονωμένος με τη δόξα του, πότε σκιτσάρει σ’ ένα οποιοδήποτε παλιοστρατσόχαρτο με κάρβουνο, είτε πιάνει χούφτα από χώμα, υγραμένο πολλές φορές από τις κατσίκες που βόσκουν, το προνομιούχο αυτό χώμα της Τήνου, που λες και έχει γίνει επίτηδες για πηλός, και φτιάχνει λογής-λογής περίεργα προπλάσματα. 
Αλλά, ο Χαλεπάς διατελεί υπό έναν αμείλικτο έλεγχο: οι συγχωριανοί του δεν τον αφήνουν να πουλήσει τίποτα, να εξαγάγει το παραμικρό, να διαθέσει το ελάχιστο. Από τις ημέρες που πληροφορήθηκαν ότι ο γηραιός Γιαννούλης κατασκευάζει πράγματα πολύτιμα, τον επιτηρούν συστηματικώς, και τα έργα του τα θεωρούν ως είδος ιερόν, κτήμα τους, ως θησαυρό του νησιού που πρέπει να περιφρουρηθεί, να συγκρατηθεί, να περισωθεί. Είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα του φανατισμού των χωρικών, και ευτυχώς συντελεί πολύ στο να απολαύει, έστω και περί τα τέλη του βίου του, ο ταλαίπωρος καλλιτέχνης μερικών φροντίδων και περιποιήσεων. Να τους βλέπατε πως είχαν μαζευτεί γύρω μας και με τι ανήσυχο βλέμμα μας εκύτταζαν…

Ο Χαλεπάς διατηρεί μέγα μέρος από την ισορροπία του, προ παντός δε είναι γαλήνιος και ήρεμος σαν περιστέρι και όταν σκέπτεται και όταν εργάζεται και όταν ομιλεί. Έχει ένα πελώριο ανθρωπισμό και στις ιδέες του και στο έργο του που σε κάνει να στέκεσαι μπροστά του και να τον θαυμάζεις σαν θεό. Ημερωμένος τελείως, απηλλαγμένος από κάθε γνώση και κάθε προκατάληψη, λες και ζει εν μέσω χερουβείμ και σεραφείμ. Τα προπλάσματά του είναι συμπλέγματα παραδεισίων εμπνεύσεων. Πλαστικά ουράνια σώματα που συμβολίζουν αγνά αισθήματα. 
Αλλά και η καθαρώς τεχνική του έκφραση είναι κάτι που σε αφήνει κατάπληκτο, διότι αγγίζει το τέλειον. Ωρισμένως, ο Χαλεπάς πρέπει να καταταχθεί στο πλευρό του Ροντέν, αν όχι και παραπάνω, από πάσης απόψεως. Είναι, όπως εκείνος, μεγαλόπνοος και ανθρωπιστής. Στην ψυχή του δεν χωρεί τίποτε πονηρό. Έχει μετουσιωθεί εντελώς σε μια άυλη λευκότητα λογισμών και διαθέσεων. Δεν τον ενδιαφέρει, δεν βλέπει τίποτε άλλο, εκτός από τον άνθρωπο τον προορισμένο για το ωραίο και το αγαθό. Τα νοήματά του έχουν διυλισθεί και απαστράπτουν από αγιοσύνη ασκητική. 
Πλάθει από την ανεξάντλητη φαντασία του οράματα ευτυχίας και αρετής. Τα βιοτικά προβλήματα τού είναι άγνωστα. Τα πάθη ξένα. Η τρικυμία του έχει καλμάρει και παρουσιάζει πλέον μόνο τη διαφάνεια και την αταραξία θαλάσσης στον γαλανό όρμο της. Δεν διεκδικεί τίποτε. Δεν προσέχει τίποτε. Εμπνέεται μόνον και σιωπά.
Ο τρόπος της ζωής του είναι υποδειγματικά βιβλικός. Ανάβει μόνος του το λυχνάρι του σαν βραδιάσει και κατακλίνεται ανάμεσα στον πηλό των έργων του που αναδίδει το ιδιάζον του άρωμα, ένα άρωμα που φαίνεται ότι του αρέσει πολύ. Τρώγει λιτότατα ό,τι του παρασκευάσουν οι γείτονες ή και απλώς ξερό ψωμί, χωρίς διόλου αυτό να του κακοφαίνεται ή να τον απασχολεί καν. Έχει ωστόσο και ένα πάθος, ένα πάθος ακατανίκητο, προ του οποίου κινδυνεύει να θυσιάσει τη γαλήνη των νεύρων του αν το στερηθεί: το κάπνισμα. Αυτό που λέμε το συνήθως «καπνίζει πολύ» είναι τίποτε για να καταλάβουμε πόσο καπνίζει ο Χαλεπάς. Γιατί αυτός δεν καπνίζει ούτε λίγο ούτε πολύ. Καπνίζει διαρκώς – απλούστατα. Χωρίς διάμεσα, χωρίς ανάπαυση, χωρίς διακοπή. Η γεύση του ζητεί ακατάπαυστα την πικρή αίσθηση του καπνού. Και όπως κάθε μανιώδης καπνιστής, καπνίζει ό,τι του βρεθεί. Δεν έχει προτίμηση και εκλεκτικότητα. Τα πούρα δεν του αρέσουν. 
Θέλει να στρίψει τσιγάρο, ή έστω και μηχανοποίητον έτοιμο, μυρωδάτο, ελαφρό ή σέρτικο – αδιάφορον. Αυτό ήταν και το μέγα δράμα του κατά την τριακονταπενταετία της αφανούς και ταραχώδους του περιπλανήσεως στα βουνά, όπου ξυπόλυτος και άστεγος έβοσκε τα κοπάδια των κατσικιών. 
Οσάκις έβρισκε κάτω μια γόπα πεταμένη και την έφερνε με πάθος έως τα χείλη του, είχε αμέσως εκλάμψεις δημιουργικότητας και εβουτούσε με λαχτάρα τα χέρια του στο χώμα να συνθέσει ένα πρόπλασμα. Τόσο πολύ μάλιστα του έχει κολλήσει η μακρά αυτή συνήθεια, ώστε και τώρα, ενώ έχει στην τσέπη του δύο-τρία πακέτα και στο σπίτι του άλλα εκατό, άμα βρει κατά γης αποτσίγαρο, σκύβει και το αρπάζει, τρομαγμένος μήπως η παρακαταθήκη του τού τελειώσει κάποτε και υποχρεωθεί πάλι να ζει χωρίς κάπνισμα.
Ο Χαλεπάς είναι γέρος πια. Τα χρόνια του δεν μπορεί να είναι πολλά. Η παραγωγή του όμως ασφαλώς είναι και θα είναι ακόμη αξιόλογη. Το κράτος πρέπει κατά έναν τρόπο να εξασφαλίσει τα έργα του, διότι μόνη η φροντίδα των χωρικών δεν είναι αρκετή. Φρονώ μάλιστα ότι θα μπορούσε να γίνει στην Αθήνα, ή και στην Τήνο, ένα ιδιαίτερο μουσείο Χαλεπά. Να εξαναγκασθούν και οι ιδιώτες να παραδώσουν όσα έχουν περιέλθει στην κατοχή τους. 
Να μεταφερθεί και η «Κοιμωμένη» από το νεκροταφείο, όπου οι ιδιοκτήτες του τάφου ταράσσουν κάθε τόσο τον ύπνο της με τη σμίλη κάθε τυχόντος μαρμαρά ή με διάφορα χημικά υγρά. Γιατί ο Χαλεπάς είναι πάρα πολύ μεγάλος, είναι κολοσσός, την αξία του οποίου προορίζεται να μάθουμε και εμείς και η ανθρωπότητα πολύ αργότερα. Εδώ κάτω, στον Πύργο της Τήνου, με τις καλυβούλες του, με τη συμπαθητική χωριάτικη όψη του, περικλείεται η δόξα της Ελλάδος σαν σε πλαίσιο. 
Ένας μεγάλος νεοέλληνας γλύπτης σημαίνει για την ιστορία μας ότι στο αίμα μας σώζεται ακέραιη η κλασική παράδοση. Όπως διαφυλάσσουμε τον Παρθενώνα, είναι χρέος μας να διαφυλάξουμε τον Χαλεπά.

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος, στις 12 Ιουνίου 1927

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα