Σε αντίθεση πάντως με τα τεστ για τον κορονοϊό, τονίζουν πως τα τεστ για την γρίπη ή τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV), είναι προτιμότερο να γίνουν αμέσως με την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων.
Οι συστάσεις αυτές βασίζονται στην ανάλυση των υπαρχόντων δεδομένων για τις διάφορες υποπαραλλαγές Όμικρον που έχει δημιουργήσει ο κορονοϊός και την ανοσολογική απόκριση του ανθρώπινου οργανισμού.
Τα δεδομένα αυτά και άλλοι παράγοντες χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργηθεί ένα μαθηματικό μοντέλο που αξιολόγησε πότε είναι πιο ακριβή τα αυτοδιαγνωστικά τεστ (self-test) για:
- Τον COVID.
- Τη γρίπη.
- Τον RSV.
- Άλλες λοιμώξεις.
Τα ευρήματα
«Με τον COVID ανακαλύψαμε πως είναι προτιμότερο να περιμένει κανείς δύο ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, διότι ο ιός είναι απίθανο να είναι ανιχνεύσιμος νωρίτερα», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Casey Middleton, από το Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Boulder (UCB).
Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση Science Advances. Όπως έδειξε, όταν το τεστ για τον COVID γίνεται πολύ σύντομα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, χάνει το 92% των λοιμώξεων.
Αν το τεστ γίνει την δεύτερη μέρα από την έναρξη των συμπτωμάτων, τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα μειώνονται στο 70%. Και αν γίνει την τρίτη μέρα, οι πιθανότητες σωστού αποτελέσματος φτάνουν στο 34%.
Το ποσοστό αυτό μοιάζει χαμηλό. Ωστόσο «τα τεστ για τον COVID είναι σχεδιασμένα να βρίσκουν τους ασθενείς με υψηλό ιικό φορτίο», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής Dr. Daniel Larremore, αναπληρωτής καθηγητής Επιστήμης Υπολογιστών στο UCB. «Η ανίχνευση έστω και του ενός τρίτου αυτών των ασθενών, μειώνει σημαντικά την μετάδοση του ιού».
Γιατί υπάρχει καθυστέρηση
Τα νέα δεδομένα διαφέρουν αισθητά από τις έως τώρα συστάσεις των ειδικών. Γιατί συμβαίνει αυτό; Όπως εξηγούν οι ερευνητές, οι περισσότεροι από εμάς έχουν πλέον εκτεθεί στον κορωνοϊό. Επομένως το ανοσοποιητικό αντιδρά γρήγορα όταν υπάρξει νέα έκθεση σε αυτόν και μπορεί να αναπτυχθούν συμπτώματα.
Σε αντίθετη με άλλους συνηθισμένους ιούς, όμως, οι νεότερες υποπαραλλαγές του κορωνοϊού πολλαπλασιάζονται με σχετικά αργό ρυθμό. Έτσι χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να γίνουν ανιχνεύσιμες στα τεστ.
Με άλλα λόγια «τα συμπτώματα αρχίζουν νωρίτερα, αλλά ο ιός καθυστερεί να φτάσει σε ανιχνεύσιμα επίπεδα», είπε η κυρία Middleton.
Αντιθέτως, οι ιοί της γρίπης και ο RSV πολλαπλασιάζονται πολύ γρήγορα. Επομένως μπορούν να τους ανιχνεύσουν αμέσως τα αυτοδιαγνωστικά τεστ.
«Ο COVID έχει πια αλλάξει», τόνισε ο Dr. Larremore. Και πρόσθεσε πως ίσως αυτό καθιστά προβληματικά τα τεστ που ανιχνεύουν ταυτοχρόνως πολλούς ιούς (π.χ. γρίπη και COVID μαζί).
«Αν γίνουν πολύ νωρίς, θα μάθει πολλά ο ασθενής για τη γρίπη και τον ιό RSV, αλλά όχι για την COVID. Και αν περιμένει ο ασθενής λίγες μέρες, μπορεί η στιγμή να είναι κατάλληλη για να διαγνωστεί η COVID, αλλά θα είναι πολύ αργά για τις άλλες λοιμώξεις», πρόσθεσε.
Ίσως λοιπόν η καλύτερη λύση είναι να παραμένουμε λίγες μέρες στο σπίτι και να επαναλαμβάνουμε μερικές φορές το τεστ πριν επιστρέψουμε στις καθημερινές δραστηριότητές μας. Ωστόσο η απομόνωση των πέντε ημερών «μάλλον είναι υπερβολική για τους περισσότερους ασθενείς», κατέληξαν οι δύο ειδικοί.
«Με τον COVID ανακαλύψαμε πως είναι προτιμότερο να περιμένει κανείς δύο ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, διότι ο ιός είναι απίθανο να είναι ανιχνεύσιμος νωρίτερα», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Casey Middleton, από το Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Boulder (UCB).
Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση Science Advances. Όπως έδειξε, όταν το τεστ για τον COVID γίνεται πολύ σύντομα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, χάνει το 92% των λοιμώξεων.
Αν το τεστ γίνει την δεύτερη μέρα από την έναρξη των συμπτωμάτων, τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα μειώνονται στο 70%. Και αν γίνει την τρίτη μέρα, οι πιθανότητες σωστού αποτελέσματος φτάνουν στο 34%.
Το ποσοστό αυτό μοιάζει χαμηλό. Ωστόσο «τα τεστ για τον COVID είναι σχεδιασμένα να βρίσκουν τους ασθενείς με υψηλό ιικό φορτίο», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής Dr. Daniel Larremore, αναπληρωτής καθηγητής Επιστήμης Υπολογιστών στο UCB. «Η ανίχνευση έστω και του ενός τρίτου αυτών των ασθενών, μειώνει σημαντικά την μετάδοση του ιού».
Γιατί υπάρχει καθυστέρηση
Τα νέα δεδομένα διαφέρουν αισθητά από τις έως τώρα συστάσεις των ειδικών. Γιατί συμβαίνει αυτό; Όπως εξηγούν οι ερευνητές, οι περισσότεροι από εμάς έχουν πλέον εκτεθεί στον κορωνοϊό. Επομένως το ανοσοποιητικό αντιδρά γρήγορα όταν υπάρξει νέα έκθεση σε αυτόν και μπορεί να αναπτυχθούν συμπτώματα.
Σε αντίθετη με άλλους συνηθισμένους ιούς, όμως, οι νεότερες υποπαραλλαγές του κορωνοϊού πολλαπλασιάζονται με σχετικά αργό ρυθμό. Έτσι χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να γίνουν ανιχνεύσιμες στα τεστ.
Με άλλα λόγια «τα συμπτώματα αρχίζουν νωρίτερα, αλλά ο ιός καθυστερεί να φτάσει σε ανιχνεύσιμα επίπεδα», είπε η κυρία Middleton.
Αντιθέτως, οι ιοί της γρίπης και ο RSV πολλαπλασιάζονται πολύ γρήγορα. Επομένως μπορούν να τους ανιχνεύσουν αμέσως τα αυτοδιαγνωστικά τεστ.
«Ο COVID έχει πια αλλάξει», τόνισε ο Dr. Larremore. Και πρόσθεσε πως ίσως αυτό καθιστά προβληματικά τα τεστ που ανιχνεύουν ταυτοχρόνως πολλούς ιούς (π.χ. γρίπη και COVID μαζί).
«Αν γίνουν πολύ νωρίς, θα μάθει πολλά ο ασθενής για τη γρίπη και τον ιό RSV, αλλά όχι για την COVID. Και αν περιμένει ο ασθενής λίγες μέρες, μπορεί η στιγμή να είναι κατάλληλη για να διαγνωστεί η COVID, αλλά θα είναι πολύ αργά για τις άλλες λοιμώξεις», πρόσθεσε.
Ίσως λοιπόν η καλύτερη λύση είναι να παραμένουμε λίγες μέρες στο σπίτι και να επαναλαμβάνουμε μερικές φορές το τεστ πριν επιστρέψουμε στις καθημερινές δραστηριότητές μας. Ωστόσο η απομόνωση των πέντε ημερών «μάλλον είναι υπερβολική για τους περισσότερους ασθενείς», κατέληξαν οι δύο ειδικοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα