Βεβαίως ο επαναστάτης δεν αποστρατεύεται, ούτε συνταξιοδοτείται. Ωστόσο έχει βιοποριστικές ανάγκες. Οι οποίες δεν καλύφθηκαν όλες με τον ίδιο τρόπο. Η, καλύτερα, καλύφθηκαν ελάχιστες με τον πιο άνισο τρόπο…
Ορισμένοι μόνο αγωνιστές έλαβαν τιμητική σύναξη, λίγοι κρατικές γαίες, κυρίως σαν προικώα κτήματα για τις άπορες θυγατέρες (σ.σ. αν και το σύνολο σχεδόν των εθνικών γαιών είχαν υποθηκευτεί στις αγγλικές τράπεζες για τον επονείδιστο δανεισμό). Ελάχιστοι αγωνιστές διασκέδαζαν στα ανάκτορα…
Η μεγαλύτερη μάζα των επαναστατών-ηρώων ψωμοζούσε στο περιθώριο μιας νέας τάξης που συγκροτήθηκε μετά την έλευση του Όθωνα. Οι περισσότεροι έγιναν ζητιάνοι. Με χαρακτηριστικές δύο περιπτώσεις:
-Του Νικηταρά (Σταματελόπουλο), του ήρωα του αγώνα που μετά την νίκη στα Δερβενάκια του δόθηκε το προσωνύμιο «τουρκοφάγος», αλλά εγκαταλείφθηκε πρόσφατα χάριν της… πολιτικής ορθότητας, ο οποίος «πέτυχε» τελικά να πάρει άδεια επαιτείας κάθε… Παρασκευή (ούτε καν κάθε ημέρα…) έξω από τον Ναό της Ευαγγελιστρίας.
-Την περίπτωση του θρυλικού καραβοκύρη Ματρόζου που, ενώ έδωσε ολόκληρη την περιουσία του στον αγώνα, τελικά κατάντησε επαίτης. Και όταν του απαγορεύτηκε να μπει στο υπουργείου Ναυτικών, αποτάθηκε στον υπουργό και συναγωνιστή του Κωνσταντίνο Κανάρη και του είπε (όπως το αποδίδει ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης στο ομώνυμο ποίημά του): «Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνιοι σαν και εσέ δεν θα φορούσαν στέμμα».
Οπωσδήποτε, ο πόθος για την ελευθερία και η επαναστατική φλόγα των προγόνων μας ήταν που έφεραν την ανεξαρτησία. Η παλιγεννησία ήταν κατόρθωμα ολόκληρου του λαού, όλων των τάξεων, τόσο όσων πολέμησαν στην πατρίδα, όσο και αυτών που εισέφεραν και βοήθησαν από το εξωτερικό. Όμως στο τέλος, μια φτωχή, καταχρεωμένη και σπαρασσόμενη πατρίδα, όπου οι πολιτικές έριδες και η ξενοκρατία έδιναν το στίγμα, δεν μπόρεσε να ταΐσει και να συνδράμει τους πένητες και σακατεμένους ήρωές της.
Καίτοι μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη του 1843 η Εθνική Συνέλευση με το ψήφισμα 5 ζητούσε να οριστεί «επιτροπή που θα εξέταζε ποιοι είχαν δικαίωμα απαίτησης αποζημιώσεων». Αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «στην Ελλάδα, την εποχή του Αγώνα, δεν υπήρξε ιδιαιτέρα τάξη στρατιωτικών αλλά άπαντες επολέμησαν κατά δύναμιν, και συνεισέφεραν έκαστος διαφοροτρόπως εις τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα».
Η συντριπτική πλειονότητα των αγωνιστών πέθαναν στην ψάθα, ενώ στο παλάτι δινόταν δεξιώσεις.
Μετά την άφιξη του Καποδίστρια οι ένοπλοι επαναστάτες αφοπλίστηκαν και έμεινε ένα στρατιωτικό σώμα. Οι υπόλοιποι επανήλθαν στις υποθέσεις τους (συνήθως αγροτικές ασχολίες, ελάχιστοι συνέχισαν το εμπόριο ως καραβοκύρηδες) και άλλοι ασχολήθηκαν με την πολιτική.
Μεταξύ αυτών που διατήρησαν τον βαθμό τους και είχαν την συνδρομή του δημοσίου ήταν οι: Κολοκοτρώνης (αν και προηγουμένως φυλακίστηκε) Μιαούλης, Παπανικολής, Κριεζής, Μαυρομιχάλης κ.α.
Οι περισσότεροι ελάμβαναν σύνταξη πείνας. Σε σημείο που ακόμη και ο συνταξιοδοτηθείς Μακρυγιάννης να αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «…οι αγωνισταί και χήρες των σκοτωμένων κι᾿ αρφανά παιδιά τους, κ’ εκείνοι οπού θυσιάσαν το δικόν τους στα δεινά της πατρίδος ας γκεζερούν (= άσκοπη μετακίνηση) εις τους δρόμους ξυπόλυτοι και ταλαιπωρημένοι κι ας λένε "ψωμάκι". Οι ακαθαρσίες της Κωσταντινόπολης και της Ευρώπης καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσια (= λούσα) πλήθος. Αυτείνοι αφεντάδες μας κ’ εμείς είλωτές τους».
Βεβαίως, από την εποχή του Βυζαντίου υπήρχε το σύστημα «κοινωνικής μέριμνας» από τα μοναστήρια. Κυρίως του Αγίου Όρους, όπου οι πρίγκιπες και πλούσιοι διέθεταν την περιουσία τους (κατά βάση κτήματα, αλλά και τιμαλφή) και με αυτή την μεταβίβαση της περιουσίας διασφάλιζαν από ένα (1) έως και 3 ή 5 σιτηρέσια για τους ίδιους και την ακολουθία τους (οι πιο πλούσιοι) εφ όρου ζωής (με βάση τις προσόδους από το καταπίστευμα).
Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, ακριβώς γιατί οι Έλληνες δεν διέθεταν ακίνητη περιουσία, απλώς ήταν καλλιεργητές (είλωτες) στους μπέηδες και ακολούθως στα νέα αφεντικά.
Παρά ταύτα ο Μακρυγιάννης αναφέρει ότι πολλοί κατέληξαν στα μοναστήρια όπου ψωμοζούσαν: «Είδα αυτό, και πέθαιναν και οι άνθρωποι εις τα παλιοκλήσια, οπλαρχηγοί κι’ άλλοι, κι’ από την πείνα κι’ από το κρύον, τότε στοχάστηκα: Οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας, κ’ εμείς να πλερωνώμαστε ολίγοι άνθρωποι; Εμείς οι ολίγοι φέραμεν την λευτεριά; Να κόψωμεν κ’ εμείς τον μιστόν μας, είτε να πάρουν και οι αδελφοί μας συναγωνισταί!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα